επίμονος
1ἐπίμονος — staying on masc/fem nom sg …
2επίμονος — η, ο επίρρ. α 1. που επιμένει, που δεν υποχωρεί, ακλόνητος: Επίμονος πυρετός. 2. που δε μεταβάλλει γνώμη, που έχει αγύριστο κεφάλι: Επίμονος άνθρωπος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3επίμονος — η, ο (AM ἐπίμονος, ον) [επιμένω] αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.) νεοελλ. 1. πείσμων, αμετάπειστος* 2. εκείνος που συνεχίζεται με την …
4ἐπιμονώτερον — ἐπίμονος staying on masc acc comp sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp sg ἐπίμονος staying on adverbial …
5ἐπιμονωτάτων — ἐπίμονος staying on fem gen superl pl ἐπίμονος staying on masc/neut gen superl pl …
6ἐπιμόνως — ἐπίμονος staying on adverbial ἐπίμονος staying on masc/fem acc pl (doric) …
7ἐπίμονον — ἐπίμονος staying on masc/fem acc sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc sg …
8ἐπιμονώτατος — ἐπίμονος staying on masc nom superl sg …
9ἐπιμονώτερα — ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp pl …
10ἐπιμόνοις — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut dat pl …