επίδειξη

  • 1επίδειξη — η (AM έπίδειξις) [επιδεικνύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επιδεικνύω («επίδειξη εμπορευμάτων, μόδας» κ.λπ.) 2. συμπεριφορά που έχει σκοπό την επίδειξη για λόγους εντυπώσεων («επίδειξη πολυμάθειας, πλούτου» κ.λπ.) 3. φανέρωση, αποκάλυψη… …

    Dictionary of Greek

  • 2επίδειξη — η 1. το να επιδείχνει κάποιος κάτι, η δείξη, το δείξιμο, η εντυπωσιακή εμφάνιση για διαφήμιση. 2. πολεμική επιχείρηση που έχει ως σκοπό την παραπλάνηση του αντιπάλου, ο αντιπερισπασμός. 3. (ναυτ.), φρ., «ναυτική επίδειξη», πλεύση ή αγκυροβολία… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3ἐπιδείξῃ — ἐπιδείξηι , ἐπίδειξις showing forth fem dat sg (epic) ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor subj mid 2nd sg ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor subj act 3rd sg ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen fut ind mid 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 5ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 7ἐπιδείξηι — ἐπίδειξις showing forth fem dat sg (epic) ἐπιδείξῃ , ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor subj mid 2nd sg ἐπιδείξῃ , ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor subj act 3rd sg ἐπιδείξῃ , ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen fut ind mid 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 8έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …

    Dictionary of Greek

  • 9αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …

    Dictionary of Greek

  • 10αλληλεπίδειξη — η αμοιβαία επίδειξη· [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επίδειξη] …

    Dictionary of Greek