επίδειξης

  • 11στόμφος — ο, ΝΜΑ επιτηδευμένος λόγος, πομπώδης έκφραση που δείχνει αλαζονεία ή τάση επίδειξης, μεγαλαυχία, μεγαληγορία αρχ. 1. το γεμάτο στόμα, το μπουκωμένο έτσι ώστε να φουσκώνουν τα μάγουλα 2. το υψηλό και μεγαλοπρεπές ύφος τού λόγου, όπως στην τραγωδία …

    Dictionary of Greek

  • 12συγχρονικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση φαινομένου ή γεγονότος σε μία και ίδια δεδομένη χρονική στιγμή («συγχρονική μελέτη τής γλώσσας») 2. φρ. α) «συγχρονική γλωσσολογία» γλωσσ. κλάδος τής γλωσσολογίας που ασχολείται με την… …

    Dictionary of Greek

  • 13φιλοτίμημα — ήματος, τὸ, Α [φιλοτιμοῡμαι] 1. εκδήλωση φιλοδοξίας ή επίδειξης 2. καθετί για το οποίο είναι κανείς υπερήφανος …

    Dictionary of Greek

  • 14Ανάπολις — (Annapolis). Πόλη (37.000 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ, πρωτεύουσα της πολιτείας Μέριλαντ. Είναι ονομαστή για τη Ναυτική Ακαδημία της (1865), τη σπουδαιότερη ναυτική σχολή των ΗΠΑ. Η πόλη έχει δαντελωτές ακτές και αποτελεί αξιόλογο κέντρο αλιείας… …

    Dictionary of Greek

  • 15Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… …

    Dictionary of Greek

  • 16Βικτόρια, λίμνη — (Victoria Nyanza). Λιμναία λεκάνη (69.490 τ. χλμ.) της κεντροανατολικής Αφρικής, η μεγαλύτερη σε μέγεθος της Αφρικής και δεύτερη στον κόσμο, μετά την Άνω λίμνη της Βόρειας Αμερικής (αν εξαιρέσουμε την Κασπία θάλασσα). Αποτελεί φυσικό σύνορο… …

    Dictionary of Greek

  • 17Βικτορίας, καταρράκτες — Καταρράκτες που βρίσκονται στον ποταμό Ζαμβέζη της νότιας Αφρικής και θεωρούνται από τους μεγαλύτερους του κόσμου. Το πλάτος τους είναι 1.800 μ. και τα νερά τους πέφτουν από ύψος 120 μ. σε ένα στενό φαράγγι με μαυροπράσινες πέτρες, πλάτους 130 μ …

    Dictionary of Greek

  • 18Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …

    Dictionary of Greek

  • 19Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 20Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …

    Dictionary of Greek