επέστησα
1ἐπέστησα — ἐφίστημι set aor ind act 1st sg …
2ἐπέστησ' — ἐπέστησα , ἐφίστημι set aor ind act 1st sg ἐπέστησε , ἐφίστημι set aor ind act 3rd sg …
3σού — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… …
4εφιστώ — εφιστώ, επέστησα βλ. πίν. 158 (στην έκφρ. εφιστώ την προσοχή) …