Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επάνω

  • 1 вверх

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вверх

  • 2 наверх

    επίρ. (προς) τα (ε)πάνω•

    набежал наверх έτρεξε επάνω•

    посмотреть наверх κοιτάζω επάνω•

    жир всплыл наверх το λίπος βγήκε επάνω (επέπλευσε).

    || επί, επάνω•

    положить наверх βάζω επάνω.

    Большой русско-греческий словарь > наверх

  • 3 вскочить

    -чу, -чишь, ρ.σ.
    1. πηδώ, αναπηδώ, πετιέμαι επάνω•

    вскочить на коня ανεβαίνω καβάλα στο άλογο πηδηχτά, καβαλικεύω πηδηχτά.

    2. τινάζομαι επάνω, σηκώνομαι απότομα, πετάγομαι επάνω•

    вскочить от испуга πετάγομαι επάνω από το φόβο.

    3. μτφ• μεγαλώνω, αυξάνω γρήγορα, ξεπετάγομαι•

    шишка -ла на лбу εξόγκωμα βγήκε στο μέτωπο.

    Большой русско-греческий словарь > вскочить

  • 4 верхний

    верхн||ий
    прил
    1. ἐπάνω, ἄνω, ψηλός:
    \верхний этаж τό ἐπάνω πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ· \верхнийие ио́ты οἱ ψηλές νότες· \верхний регистр муз. ἡ μείζων κλίμακα·
    2. геогр. ἄνω:
    \верхнийее течение реки́ τό ἐπάνω ρεύμα (или ὁ ἄνω ρους) τοῦ πόταμου· \верхнийяя Волга ὁ ἄνω Βόλγας·
    3. (об одежде):
    \верхнийее платье τό πανωφόρι· ◊ \верхнийяя палата полит ἡ "Ανω Βουλή.

    Русско-новогреческий словарь > верхний

  • 5 над

    над
    предлог с твор. п.
    1. (поверх) (έ)πάνω ἀπό, ὑπεράνω, ἀποπάνω:
    лампа над столом ἡ λάμπα εἶναι ἐπάνω ἀπό τό τραπέζι· над моей головой πάνω ἀπό τό κεφάλι μου·
    2. перен (со словами, означающими:
    иметь власть, господствовать) ἐπί, ἐπάνω σέ.· вы имеете над ним большую власть ἐχετε μεγάλη ἐπιρροή ἐπάνω του·
    3. (в остальных случаях передается винительным падежом):
    работать над чертежом δουλεύω τό σχέδιο· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου (или σπαζοκεφαλιάζω) νά λύσω Ενα ζήτημα· смеяться над кем-л. (над чем-л.) εἰρωνεύομαι, κοροϊδεύω κάποιον (κάτι)· сжалиться над кем-л. λυπάμαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > над

  • 6 вверх

    επίρ.
    1. προς τα επάνω•

    подниматься вверх ανεβαίνω επάνω•

    руки вверх! επάνω τα χέρια!

    2. (για ποτάμι) προς τα πάνω, κατά τον άνω ρουν, προς τις πηγές•

    вверх по реке κατά τον άνω ρουν του ποταμού•

    вверх дном ή вверх ногами τελείως αντίστροφα, αντίθετα, ανάποδα.

    Большой русско-греческий словарь > вверх

  • 7 взвалить

    взвалю, взвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взваленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ επάνω, φορτώνω•

    взвалить мешок на спинку ρίχνω το τσουβάλι στη ράχη.

    2. αναθέτω, επιφορτίζω•

    на меня -ли зту работу σε μένα τη φόρτωσαν αυτή τη δουλιά.

    3. αποδίδω, επιρρίπτω•

    взвалить обвинение αποδίδω κατηγορία•

    она -ла на себя вину αυτή πήρε επάνω της την ενοχή.

    ρίχνομαι, πέφτω επάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взвалить

  • 8 вспрянуть

    ρ.σ. παλ. αναπηδώ, πετάγομαι επάνω•

    вспрянуть с места πετάγομαι επάνω από τη θέση μου•

    вспрянуть со сна πετάγομαι επάνω από τον ύπνο (σηκώνομαι απότομα).

    Большой русско-греческий словарь > вспрянуть

  • 9 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 10 верх

    верх м 1) το επάνω μέρος \верх автомобиля η καπότα 2) (высшая степень) το αποκο ρύφωμα, το ανώτατο όριο, το άκρο άωτο" \верх совершенства το άκρο άωτο της τελειότη τας ◇ одержать \верх νικώ, επικρατώ, υπερτερώ
    * * *
    м
    1) το επάνω μέρος

    верх автомоби́ля — η καπότα

    2) ( высшая степень) το αποκορύφωμα, το ανώτατο όριο, το άκρο άωτο

    верх соверше́нства — το άκρο άωτο της τελειότητας

    ••

    одержа́ть верх — νικώ, επικρατώ, υπερτερώ

    Русско-греческий словарь > верх

  • 11 верхний

    верхний ανώτερος, υψηλό τερος" \верхний этаж το επάνω πά τωμα \верхнийяя одежда το πανω φόρι
    * * *
    ανώτερος, υψηλότερος

    ве́рхний эта́ж — το επάνω πάτωμα

    ве́рхняя оде́жда — το πανωφόρι

    Русско-греческий словарь > верхний

  • 12 кверху

    кверху επάνω, προς τα πάνω
    * * *
    επάνω, προς τα πάνω

    Русско-греческий словарь > кверху

  • 13 при

    при 1) κοντά, πλάι, πλησίον при входе ( κοντά) στην είσοδο 2) (в присутствии) μπροστά, ενώπιον при посторонних μπροστά στους ξένους ◇ не иметь при себе чего-л. δεν έχω επάνω (или μαζί) μου κάτι* при случае με την ευκαιρία прибавить, прибавлять προσθέτω
    * * *
    1) κοντά, πλάι, πλησίον

    при вхо́де — (κοντά) στην είσοδο

    2) ( в присутствии) μπροστά, ενώπιον

    при посторо́нних — μπροστά στους ξένους

    ••

    не име́ть при себе чего́-л. — δεν έχω επάνω ( или μαζί) μου κάτι

    при слу́чае — με την ευκαιρία

    Русско-греческий словарь > при

  • 14 сидеть

    сидеть 1) κάθομαι; \сидеть за столом κάθομαι στο τραπέζι* остаться \сидеть μένω καθισμένος 2) (об одежде) στρώνω; платье хорошо на вас сидит το φόρεμα στρώνει καλά επάνω σας
    * * *

    сиде́ть за столо́м — κάθομαι στο τραπέζι

    оста́ться сиде́ть — μένω καθισμένος

    2) ( об одежде) στρώνω

    пла́тье хорошо́ на вас сиди́т — το φόρεμα στρώνει καλά επάνω σας

    Русско-греческий словарь > сидеть

  • 15 втаскивать

    втаскивать
    несов, втащить сов σέρνω μέσα, σύρω, τραβώ μέσα (внутрь)! ἀνε-βάζω ἐπάνω, τραβώ ἐπάνω (наверх).

    Русско-новогреческий словарь > втаскивать

  • 16 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 17 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 18 вверху

    επίρ.
    επάνω, επί, στο επάνω μέρος•

    вверху над головой πάνω από το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > вверху

  • 19 верхом

    επίρ.
    1. επάνω, στο επάνω μέρος, επάνωθεν.
    2. γεμάτα, πλήρως, κάργα, φίσκα, ξέχειλα•

    налить стакан верхом γεμίζω το ποτήρι ξέχειλα•

    насыпать мешок овса верхом γεμίζω το σακκί κάργα βρώμη.

    επίρ.
    καβάλα, εφίππως•

    ездит верхом πηγαίνω καβάλα.

    Большой русско-греческий словарь > верхом

  • 20 верхотура

    θ. (απλ.) το άνω μέρος, το επάνω πάτωμα•

    жить на -е ζω στο επάνω πάτωμα•

    свалиться с -ы πέφτω από πάνω, από ψηλά.

    Большой русско-греческий словарь > верхотура

См. также в других словарях:

  • επάνω — και (α)πάνω και (α)πάνου επίρρ. τοπ. 1. άνω, ψηλά, σε τόπο ή σημείο ψηλότερο σχετικά με τον ομιλητή: Ποιος είναι εκεί πάνω; 2. πάνω σε κάτι, πάνω στο: Το άφησα πάνω στο θρανίο. 3. εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς κάποια διεύθυνση: Όρμησε πάνω του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπάνω — above indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Αρχάνες — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 400 μ., 3.860 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται χτισμένη μέσα σε κοιλάδα, ανατολικά του υψώματος Γιούχτα, όπου κατά τη μυθολογία πέθανε ο Δίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Βάθεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 152 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Ελούντα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 154 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, προς την ακτή του κόλπου Μιραμπέλλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου. Η ονομασία Ελούντα προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Επίδαυρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 19 χλμ. ΒΑ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Επισκοπή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Καλαμώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 250 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, 24 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλούδων του νομού Δωδεκανήσου …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Κάμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 38 κάτ.) της Ίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιητών του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Κρυά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 8 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του όρους Ορνού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»