εος
1.εός — ἑός , ἑός his masc nom sg …
2εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] …
3ἑός — his masc nom sg …
4ἑά — ἑός his neut nom/voc/acc pl ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc/acc dual ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) …
6ἑόν — ἑός his masc acc sg ἑός his neut nom/voc/acc sg …
7πανίρευς — εος, ό, Α τίτλος ιερέα στη Μυτιλήνη …
8πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] …
9πλάγος — εος και ους, τὸ, Α (δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος*, πιθ. κατά το πλάτος] …
10πλέκος — εος και ους, τὸ, Α [πλέκω] καθετί το πλεγμένο, πλέγμα …