εοικως
1ἐοικώς — ἔοικα as perf part act masc nom/voc sg …
2έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …
3подоблѧтисѧ — ПОДОБЛѦ|ТИСѦ (4*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Подражать, следовать комул.: подоблѧ˫асѧ с҃нѹ б҃ию, пребываѥ(т) иѥрѣи въинѹ. (ἀφωμοιωμένος) ГА XIV1, 54г; пѹстыньници же… иже, ѡгнь X(с)въ приiмъши, на н҃бо внезапу ѹстрьмиша(с)… || …къ бл҃гоч(с)тью… …
4ARCTOPHYLAX — sidus iuxta maiorem ursam, aliô nomine Bootes. Cicer. l. 2. de Nat. Deor. c. 42. Arctophylax vulgo qui dicitur esse Bootes. Aratusipse, Ε᾿ξόπιθεν δ᾿ Ε῾λίκης φέρεται ἐλάοντι ἐοικὼς Α᾿ρκτοφύλαξ, τὸν δ᾿ ἄνδρες ἐπικλείουσι Βοώτην, Ούνεχ᾿ αμαξαίης… …
5BOLETAR Halieuticum — argenteum librarum XX. apud Trebellium Pollionem in Claudio, c. 17. quid sit, anxios habuit non paucos Eruditorum, cum quaedam exemplatia verba haec plane omittant, alia modo Voleta, modo Voletar, Praeferant. Sed Boletar omnino scribendum esse,… …
6HALIEUTICUM Boletar — librarum XX. apud Treb. Poll. in Claud. inter dona Gallieni ad Claud. misla: expressum caelo habebat piscatoris vel piscaturae speciem, unde nomen. Quam variis enim argumentis, in caelandis vasis, Vett. luxuria luserit, notum. Sic plane apud… …
7κοροπλάθος — ο (Α κοροπλάθος) ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, συνήθως κορών («τοῑς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν ο + πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο πλάθος, πηλο… …
8λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… …
9νήγρετος — νήγρετος, ον (Α) 1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε 2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. (μαζί με το ύπνος)… …
10οικώς — οἰκώς, υῑα, ός (Α) (ιων. τ. τού ἐοικώς) βλ. έοικα …
- 1
- 2