εξώφυλλο

  • 51Περραιβός, Χριστόφορος — (ψευδώνυμο του Χρυσάφη Χατζηβασίλη, Πάνω Πούρλες Ολύμπου 1773 – Αθήνα 1863). Συνεργάτης του Ρήγα, Φιλικός, αγωνιστής της Επανάστασης του ’21, στρατηγός κατόπιν και αξιόλογος ιστορικός συγγραφέας Γύρω από τη ζωή του, τη δράση του και το συγγραφικό …

    Dictionary of Greek

  • 52Πίκο ντέλα Μιράντολα, Τζοβάννι — (Pico della Mirandola, Μιράντολα, Μόντενα 1463 – Φλωρεντία 1494). Ιταλός φιλόσοφος. Σπούδασε κανονικό δίκαιο στην Μπολόνια και φιλολογία στη Φεράρα, όπου γνώρισε το Σαβοναρόλα και τον Μπατίστα Γκουαρίνο, και φιλοσοφία στην Πάντοβα. Στη Φλωρεντία …

    Dictionary of Greek

  • 53Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος — (Plautus, Σαρσίνη, Ουμβρία μεταξύ 254 και 251 π.Χ. – Ρώμη 184). Λατίνος κωμικός ποιητής. Νεότατος εργάστηκε σ’ ένα θίασο κωμικών, αλλά γρήγορα σπατάλησε τις οικονομίες του και αναγκάστηκε να γυρίζει τη μυλόπετρα ενός μυλωνά. Οι πληροφορίες αυτές… …

    Dictionary of Greek

  • 54Ποντάνο, Τζοβάννι — (Pontano, Τσερέτο, Περούτζια 1426 – Νάπολη 1503). Ιταλός ουμανιστής. Από το 1447 ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά Φερδινάνδου της Aραγονίας, ανέλαβε πολλά καθήκοντα στην αυλή της Νάπολης και το 1487 έγινε πρωθυπουργός. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε,… …

    Dictionary of Greek

  • 55Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 56Σταντάλ — (Stendhal, ψευδώνυμο του Henri Beyle). Γάλλος συγγραφέας (Γκρενόμπλ 1783 Παρίσι 1842). Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στην Γκρενόμπλ, πήγε στο Παρίσι όπου έγινε υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ιταλίας του… …

    Dictionary of Greek

  • 57(ε)ξώφυλλο — το 1. το έξω φύλλο βιβλίου. 2. το έξω φύλλο παραθύρου. 3. καθένα από τα τραπουλόχαρτα που σε ορισμένα παιχνίδια αφαιρούνται ως περιττά ή δε λογαριάζονται στην καταμέτρηση των πόντων, το σκάρτο. ξώφυλλο το το έξω φύλλο, το εξώφυλλο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 58δέσιμο — το, ατος 1. σχηματισμός κόμπου, συνένωσης ή σύνδεσης: Σφιχτό δέσιμο. 2. (στα βιβλία), η συρραφή των φύλλων και η επένδυση με εξώφυλλο: Βιβλίο με δερμάτινο δέσιμο. 3. ο σχηματισμός του καρπού από το άνθος: Οι αμυγδαλιές έριξαν τα άνθη τους και… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 59τορευτός — ή, ό 1. λαξευτός, σκαλιστός, σμιλευτός: Η ζωφόρος του Παρθενώνα είναι τορευτή. 2. περίτεχνος: Εξώφυλλο βιβλίου τορευτό …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)