εξωτερικός
1ἐξωτερικός — external masc nom sg …
2εξωτερικός — ή, ό (AM ἐξωτερικός, ή, όν) [εξώτερος] αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος 2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους… …
3εξωτερικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο έξω, που βρίσκεται ή υπάρχει προς τα έξω, που είναι στην εξωτερική επιφάνεια: Εξωτερικά ενδύματα. – Εξωτερική σκάλα. 2. που αφορά ή αναφέρεται σε όσα βρίσκονται έξω: Το εξωτερικό κλειδί της πολυκατοικίας. 3. που αναφέρεται στις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με …
5ἐξωτερικά — ἐξωτερικός external neut nom/voc/acc pl ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc/acc dual ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6ἐξωτερικῶν — ἐξωτερικός external fem gen pl ἐξωτερικός external masc/neut gen pl …
7ἐξωτερικόν — ἐξωτερικός external masc acc sg ἐξωτερικός external neut nom/voc/acc sg …
8ἐξωτερικαί — ἐξωτερικός external fem nom/voc pl …
9ἐξωτερικοῖς — ἐξωτερικός external masc/neut dat pl …
10ἐξωτερικοί — ἐξωτερικός external masc nom/voc pl …