-
1 обязательный
обязательн||ыйприл1. ὑποχρεωτικός:всеобщее \обязательныйое обучение ἡ γενική ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση [-ις]· в \обязательныйом порядке ὑποχρεωτικά [-ῶς]·2. (о человеке) ὑποχρεωτικός, ἐξυπηρετικός:очень \обязательныйый человек πολύ ἐξυπηρετικός ἄνθρωπος. -
2 обязательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно,•1. υποχρεωτικός απαραίτητος•-ое посещение занятий υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων•
постановление обязательный -ое для всех η απόφαση είναι υποχρεωτική για όλους•
всеобщее -ое обучение γενική υποχρεωτική εκπαίδευση.
2. εξυπηρετικός• επικουρικός•очень обязательный человек πολύ εξυπηρετικός άνθρωπος.
|| παλ. ευγνώμονας.εκφρ.обязательный экземпляр – υποχρεωτικό αντίτυπο έκδοσης έργου (για βιβλιοθήκες, ιδρύματα). -
3 услужливый
услужлив||ыйприл ἐξυπηρετικός, περιποιητικός, πρόθυμος. -
4 услужливый
[ουσλούζλίβυϊ] εκ. εξυπηρετικός -
5 услужливый
[ουσλούζλίβυϊ] επ εξυπηρετικός -
6 предупредительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. προφυλακτικός, προληπτικός•-ые меры προληπτικά μέτρα.
|| προειδοποιητικός (για κίνδυνο).2. περιποιητικός, εξυπηρετικός, φιλόφρονας, -νητικός•предупредительный человек φιλόφρονας άνθρωπος.
-
7 угодливый
επ., βρ: -лив, -а, -оπεριποιητικός, φιλοφρονητικός, εξυπηρετικός•-ая хозяйка περιποιητική νοικοκυρά.
|| κολακευτικός, γαλίφικος, κοπλιμεντόζ ικος. -
8 услужливый
επ., βρ: -лив, -а, -оεξυπηρετικός, πρόθυμος, φιλοφρονητικός, περ ιποιητ ικός. -
9 услужник
-а α.-ца, -ы θ.1. υπηρέτης, θεράποντας.2. άνθρωπος εξυπηρετικός, φιλόφρονας, περιποιητικός, υποχρεωτικός.
См. также в других словарях:
εξυπηρετικός — ή, ό αυτός που γίνεται για εξυπηρέτηση, αυτός που εξυπηρετεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
εξυπηρετικός — ή, ό επίρρ. ά που εξυπηρετεί, που γίνεται για εξυπηρέτηση ή που συντελεί σ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
δουλευτάρης — α, ικο και δουλευταράς, ού 1. εργατικός, φιλόπονος, δραστήριος 2. εξυπηρετικός … Dictionary of Greek
δουλωτικός — ή, ό (AM δουλωτικός, ή, όν) νεοελλ. υπάκουος αρχ. μσν. εξυπηρετικός … Dictionary of Greek
καταχρηστικός — ή, ό (Α καταχρηστικός, ή, όν) [καταχρώμαι] 1. αυτός που κάνει κατάχρηση 2. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται κατά παράβαση τού κανόνα ή με υπέρβαση τού αυστηρά ορθού, κακώς εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ονήσιμος — I (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αγγειογράφος του ερυθρόμορφου ρυθμού, το όνομα του οποίου συμπληρώνεται από μερικούς ειδικούς σε υπογραφή κύλικας του αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Ευφρόνιου. Το αγγείο περιλαμβάνεται στα εκθέματα του Μουσείου… … Dictionary of Greek
υπηρετικός — ή, ό / ὑπηρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.) νεοελλ. 1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά») 2. εξυπηρετικός νεοελλ. αρχ … Dictionary of Greek
υποχρεωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιβάλλεται από υποχρέωση, από ανάγκη 2. περιποιητικός, εξυπηρετικός («ήταν πολύ υποχρεωτικός στην φιλοξενία του»). επίρρ... υποχρεωτικώς και υποχρεωτικά Ν αναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ. μαρτυρείται από το 1816… … Dictionary of Greek
περιποιητικός, -ή — και ιά, ό ο πρόθυμος για φροντίδα, ο εξυπηρετικός, ο ευγενής: Οι απλοί άνθρωποι του χωριού είναι πολύ περιποιητικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπηρετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τον υπηρέτη ή τους υπηρέτες: Υπηρετικό προσωπικό. 2. αυτός που ταιριάζει σε υπηρέτη, δουλοπρεπής, δουλικός: Υπηρετική συμπεριφορά. 3. ο εξυπηρετικός, ο πρόθυμος για εκδουλεύσεις, ο συντελεστικός: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)