εξισώνω
1εξισώνω — εξισώνω, εξίσωσα βλ. πίν. 3 …
2εξισώνω — εξίσωσα, εξισώθηκα, εξισωμένος, μτβ. 1. αποδείχνω ή κάνω κάτι ίσο προς άλλο: Εξισώνω λογαριασμό. 2. (μαθ.), σχηματίζω εξίσωση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια …
4ανισάζω — ἀνισάζω (Α) ισιώνω, εξισώνω …
5ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ …
6αντανισώ — ἀντανισῶ ( όω) (Α) εξισώνω, συμπληρώνω …
7αντεκτείνω — ἀντεκτείνω (Α) εκτείνω ή αναπτύσσω κάτι για να το καταστήσω ίσο με κάτι άλλο, εξομοιώνω, εξισώνω …
8αντερύομαι — ἀντερύομαι (Α) 1. εξισώνω ως προς την τιμή, αντισταθμίζω 2. τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση …
9απισώ — ἀπισῶ ( όω) (Α) [ισώ] εξισώνω, κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο …
10εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …