εξισώνω
21συνεξισάζω — Α συνεξισῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξισάζω «είμαι ίσος, εξισώνω»] …
22αντισταθμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ισοφαρίζω, εξισώνω: Τα κέρδη δεν αντισταθμίζουν τις ζημιές από τη συμμετοχή στην επιχείρηση αυτή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
23ισοπεδώνω — ισοπέδωσα, ισοπεδώθηκα, ισοπεδωμένος 1. κάνω ομαλή και ίση την επιφάνεια: Ισοπεδώνω κάποιον τόπο για να τον καλλιεργήσω. 2. εξισώνω, καταργώ τις διαφορές και τις διακρίσεις: Ισοπεδώνω τις κοινωνικές τάξεις. 3. μτφ., καταστρέφω, γκρεμίζω: Ο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
24ισοσκελίζω — ισοσκέλισα, ισοσκελίστηκα, ισοσκελισμένος, εξισώνω τα αντίστοιχα μέρη, τα έσοδα και τα έξοδα: Ισοσκελίζω τον προϋπολογισμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
25ισοφαρίζω — ισοφάρισα, ισοφαρίστηκα, ισοφαρισμένος 1. μτβ., εξισώνω ποσοτικά κάτι με κάτι άλλο, αντισταθμίζω. 2. αμτβ., εξισώνομαι, γίνομαι ίσος: Η ομάδα μας ισοφάρισε στο τελευταίο λεπτό του αγώνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)