εξισώνω

  • 11εξισωτής — ο (AM ἐξισωτής [εξισώνω] αυτός που προκαλεί εξίσωση αρχ. μσν. κρατικός υπάλληλος που καθόριζε τις φορολογικές υποχρεώσεις τών πολιτών αρχ. αυτός που καθιστά ισόρροπο κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 12επανισώ — ἐπανισῶ, όω (Α) 1. κάνω κάτι ίσο, ισοδύναμο με άλλα, εξισώνω, ισοσταθμίζω («και τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε», Πλάτ.) 2. επαναφέρω στην κανονική θέση, στη μεσότητα («ἐπανισουμένους τῷ πλήθει τε καὶ ὀλιγότητι τῆς διανομῆς», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 13επισώ — ἐπισῶ, όω (Α) [ισώ] εξισώνω, καθιστώ κάτι ίσο με ένα άλλο («ξύλα δύο στρογγυλά μῆκος και πάχος ἀκριβῶς ἐπισώσαντες», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 14ισοπεδώνω — 1. κάνω κάτι ισόπεδο, καθιστώ μια επιφάνεια ομαλή 2. μτφ. 1. καταργώ τις διαφορές και διακρίσεις που υπάρχουν, εξομοιώνω, εξισώνω 2. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόπεδος. Η λ. στον λόγιο τ. ίσοπεδόω ῶ μαρτυρείται από το 1856… …

    Dictionary of Greek

  • 15ισοσκελίζω — [ισοσκελής] (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) καθιστώ ισοσκελή, εξισώνω τη χρέωση με την πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 16ισοφαρίζω — (ΑΜ ἰσοφαρίζω) 1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα») 2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν») νεοελλ. (αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη… …

    Dictionary of Greek

  • 17καθομαλίζω — (Μ) 1. χαϊδεύω 2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλίζω, ισοπεδώνω, ισάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁμαλίζω «εξισώνω, ισοπεδώνω» < ὁμαλός] …

    Dictionary of Greek

  • 18ομαλίζω — (ΑΜ ὁμαλίζω) [ομαλός] 1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῑν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾱλλον δεῑ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.) μσν. δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 19παρεξισάζω — Α [εξισάζω] κατατάσσω στην ίδια τάξη ως ίσο, εξισώνω …

    Dictionary of Greek

  • 20παρισώ — όω, Α [πάρισος] 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω 2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλο β) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.) 3.… …

    Dictionary of Greek