εξιλαστήριο θύμα

  • 1εξιλαστήριος — α, ο (AM ἐξιλαστήριος, ον) αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί») νεοελλ. φρ. «εξιλαστήριο θύμα» κάποιος τελείως ή σχεδόν αθώος, ο οποίος τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την οργή τών πολλών ή τών ισχυρών, χωρίς να …

    Dictionary of Greek

  • 2ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… …

    Dictionary of Greek

  • 3καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… …

    Dictionary of Greek

  • 4φαρμακός — ὁ, ΜΑ κακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς για εξιλασμό ή εξαγνισμό, κάθαρμα αρχ. 1. απόβρασμα τής κοινωνίας, κακούργος 2. στον πληθ. οἱ φαρμακοί (στην εορτή τών Θαργηλίων) δύο άνδρες, συνήθως κατάδικοι, που τούς …

    Dictionary of Greek

  • 5Άνταμς, Τζον — (John Adams, Κουίνσι, Μασαχουσέτη, 1735 – 1826). Δεύτερος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1797 1801). Γόνος παλιάς πουριτανικής οικογένειας (οι Αμερικανοί αντιμετώπιζαν πάντα με υποψία τους Ά. ως αριστοκράτες) πήρε δίπλωμα νομικής… …

    Dictionary of Greek

  • 6Κηφέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Κηφήνων, που ταυτίζονται από την παράδοση με τους Αιθίοπες, τους Πέρσες ή τους Χαλδαίους. Ζούσε ευτυχισμένος με την όμορφη σύζυγό του, Κασσιόπη, και την κόρη του, Ανδρομέδα, όταν ο Ποσειδώνας,… …

    Dictionary of Greek

  • 7εξιλαστήριος — εξιλαστήριος, α, ο και εξιλαστικός, ή, ό που γίνεται για εξιλασμό, εξιλεωτικός, εξευμενιστικός: Εξιλαστήριο θύμα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)