εξετάζω από

  • 1περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 2συνδιαπορώ — έω, Α εξετάζω από κοινού με άλλον όλες τις απορίες που εγείρονται σχετικά με ένα ζήτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπορῶ «εξετάζω, διευρενώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 3καταμανθάνω — (AM καταμανθάνω) μαθαίνω καλά αρχ. 1. παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω από κοντά 2. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, παρατηρώ 3. ανακαλύπτω …

    Dictionary of Greek

  • 4κατατηρώ — παρατηρώ, εξετάζω από μακριά («κάθεται και κατατηρεί [ή κατατηρά] τον θεριστή τού κάμπου», δημ. τραγ.) …

    Dictionary of Greek

  • 5μέδω — (Α) 1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. (το μέσ.) μέδομαι α) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτι β) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ. γ) μηχανώμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 6νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …

    Dictionary of Greek

  • 7βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …

    Dictionary of Greek

  • 8σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …

    Dictionary of Greek

  • 9δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …

    Dictionary of Greek