εξασφαλίζω
1εξασφαλίζω — εξασφαλίζω, εξασφάλισα βλ. πίν. 33 …
2εξασφαλίζω — (AM ἐξασφαλίζω) [ασφαλίζω] 1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω («ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ αὐτόν», Φιλόδ.) 2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη») 3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον… …
3εξασφαλίζω — εξασφάλισα, εξασφαλίστηκα, εξασφαλισμένος, μτβ., κάνω κάτι εντελώς ασφαλές, το κατοχυρώνω τελείως, το σιγουράρω εντελώς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐξασφαλιζόμενον — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure pres part mp neut nom/voc/acc sg …
5ἐξασφαλισάμενον — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure aor part mid neut nom/voc/acc sg …
6ἐξασφαλιζόμενοι — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom/voc pl …
7ἐξασφαλιζόμενος — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom sg …
8ἐξασφαλισθῆναι — ἐξασφαλίζω make secure aor inf pass …
9ἐξασφαλισθῇ — ἐξασφαλίζω make secure aor subj pass 3rd sg …
10ἐξασφαλισάμενος — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc nom sg …