-
1 εξαπατώ
[эксапато] р. обманывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξαπατώ
-
2 подвести
подвести 1) (привести) φέρνω, οδηγώ προς 2) (поставить в затруднительное положение) εξαπατώ, ξεγελώ* * *1) ( привести) φέρνω, οδηγώ προς2) ( поставить в затруднительное положение) εξαπατώ, ξεγελώ -
3 обмануть
-ану, -анешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обманутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. απατώ, εξαπατώ, (ξε)γελώ•обмануть покупателя απατώ (κλέβω) τον αγοραστή•
я -ул его первого апреля τον γέλασα την πρωταπριλιά•
не -ешь не продашь αν δεν ξεγελάσεις δεν πουλάς.
|| μτφ. διαψεύδω, ματαιώνω•он -ул е надежды, ожидания αυτός διέψευσε τις ελπίδες, τις προσδοκίες της.
2. (για συζυγούς) απατώ.3. (για κόρη) παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ.1. απατώμαι, εξαπατώμαι, (ξε) γελιέμαι, την παθαίνω, την πατώ, πιάνομαι, κορόιδο, πέφτω θύμα απάτης.2. (για ελπίδες κ.τ.τ.) διαψεύδομαι. -
4 втирать
втиратьнесов (мазь и т. п.) τρίβω μέ ἀλοιφή[ν], ἐντρίβω· ◊ \втирать очки кому́-либо разг ἐξαπατώ, ξεγελώ κάποιον. -
5 выманивать
выманиватьнесов, выманить сов ἀποσπώ/ παίρνω μέ πονηριά (хитростью)/ παίρνω καλοπιάνοντας (лестью)/ ἐξαπατώ (обманом)/ βγάζω ἔξω, κάνω νά βγει (кого-л. из помещения). -
6 дурак
ду́р||а́км ὁ βλάκας, ὁ ἀνόητος, ὁ κουτός, ὁ χαζός· ◊ иаби́тый \дуракак βλάκας μέ περικεφαλαία· валять \дуракака κάνω κου-ταμάρες· оставлять кого-л. в \дуракаках πιάνω κορόιδο, ἐξαπατώ κάποιον оставаться в \дуракаках τήν παθαίνω, πιάνομαι κορόιδο· нашли́ \дуракака! βρήκανε κορόϊδο! дурако́в нет! δέν είμαστε χαζοί!· \дуракалей разг см. дурак. -
7 жертва
жертв||аж1. ἡ θυσία:приносить в \жертвау θυσιάζω·2. перен τό θῦμα:стать \жертваой чего́-л. γίνομαι θΰμα· делать кого-либо своей \жертваой ἐξαπατώ κάποιον. -
8 жульничать
жу́льнич||атьнесов разг ἐξαπατώ,:κάνω ἀπάτη. -
9 мистифицировать
мистифи||ци́роватьсов и несов φενακίζω, ἐξαπατῶ. -
10 мошенничать
мошенни||чатьнесов ἐξαπατώ:\мошенничатьчать в игре κλέβω στό παιχνίδι. -
11 нагревать
нагреватьнесов, нагреть сов1. θερμαίνω, ζεσταίνω·2. (одурачивать) разг ἐξαπατῶ, ἀφαιρώ μέ ἀπάτη· ◊ \нагревать руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, παίρνω τή μίζα μου. -
12 надувать
надуватьнесов1. (ἐμ)φυσῶ, φουσκώνω (μετ.)·2. (обманывать) разг ἐξαπατώ, κοροϊδεύω. -
13 обвести
обвестисов см. обводить· \обвести глазами (взглядом) περιφέρω τό βλέμμα μου· \обвести рукой κάνω πλατειά χειρονομία· ◊ \обвести кого́-л. вокру́г пальца (обмануть) τυλίγω κάποιον, ἐξαπατώ κάποιον. -
14 обдувать
обдуватьнесов I. (о ветре) φυσῶ·2. (обманывать) разг ἀπατῶ, ἐξαπατώ. -
15 обман
обманм в разн. знач. ἡ ἀπάτη, τό ξεγέλασμα, ὁ δόλος, ἡ κατεργαριά:\обман зрения ἡ ὁπτική ἀπάτη· не даться в \обман δέν ξεγελιέμαι· вводить кого-л. в \обман ἐξαπατώ κάποιον. -
16 обманывать
обман||ыватьнесов ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, ξεγελώ:\обманыватьывать доверие ἀποδείχνομαι ἀνάξιος τής ἐμπιστοσύνης. -
17 обмеривать
обмериватьнесов, обмерить сов, обмерять несов1. μετρῶ, καταμετρώ / тк. с.-х. χωρομετρῶ:\обмеривать земельный участок (χωρο)μετρώ τό οίκόπεδο·2. (при продаже) разг ἐξαπατώ στό μέτρημα. -
18 обставить
обставитьсов, обставлять несов1. (вокруг) περιβάλλω, περιστοιχίζω, τοποθετώ γύρω γύρω·2. (меблировать комнату и т. п.) ἐπιπλώνω·3. (организовать) προετοιμάζω, ὁργανώνω:торжественно \обставить встречу ὁργανώνω μέ ἐπισημότητα τήν ὑποδοχή·4. (обмануть) разг ἀπατῶ, ἐξαπατῶ. -
19 обходить
обходитьнесов1. (вокруг чего-л.) κάνω γΰρο:\обходить караулом περιέρχομαι μέ τήν περίπολο, περιπολώ·2. (побывать в разных местах) ἐπισκέπτομαι, περιέρχομαι, φέρνω γύρο·3. (распространяться) διαδίδομαι, κυκλοφορώ·4. (огибать) παρακάμπτω, περνώ δίπλα, προσπερνώ·5. (избегать, уклоняться) παρακάμπτω:\обходить щекотливый вопрос παρακάμπτω λεπτό ζήτημα· \обходить закон παρακάμπτω τό νόμο· \обходить молчанием ἀποσιωπώ·6. (опережать) разг προσπερνώ κάποιον·7. (обманывать) разг ἐξαπατώ γελώ κάποιον ◊ \обходить противника ὑπερφαλαγγίζω τόν ἀντίπαλο. -
20 оплести
оплести́сов, оплетать несов1. τυλίγω, πλέκω γύρω-γύρω / ψαθώνω (соломой)·2. (обманывать) разг τυλίγω κάποιον, ἐξαπατώ.
См. также в других словарях:
εξαπατώ — (AM ἐξαπατῶ, άω) (επιτ. τ. τού απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.) 1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ (α. «τόν εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ,… … Dictionary of Greek
εξαπατώ — εξαπατάω / εξαπατώ (παρατατ. ούσα), εξαπάτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαπατώ — εξαπάτησα, εξαπατήθηκα, εξαπατημένος, μτβ. 1. απατώ κάποιον, τον ξεγελώ, τον κοροϊδεύω με απατηλά λόγια: Τον εξαπάτησε με υποσχέσεις. 2. το παθ., εξαπατιέμαι γίνεται σε βάρος μου απάτη από μοιχεία: Εξαπατημένος σύζυγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαπατῶ — ἐξαπατάω deceive pres imperat mp 2nd sg ἐξαπατάω deceive pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω deceive pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω deceive pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐξαπατάω deceive pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπατῷ — ἐξαπατάω deceive pres opt act 3rd sg ἐξαπατάω deceive pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεπατώ — εξαπατώ, ξεγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ απατῶ (βλ. και λ. ξ[ε] ), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και ανομοιωτική τροπή τού πρώτου α σε ε ] … Dictionary of Greek
παρακρούω — ΝΜΑ πάσχω από παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νου νεοελλ. μέσ. παρακρούομαι ναυτ. (για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, παραπλανώ, εξαπατώ 2. χτυπώ και διώχνω κάτι… … Dictionary of Greek
συνηπεροπεύω — Α εξαπατώ κάποιον και εγώ ή εξαπατώ κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπεροπεύω «πλανεύω, εξαπατώ»] … Dictionary of Greek
αλληλοεξαπατώμαι — ( άομαι) εξαπατώμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εξαπατώ ( ώμαι)] … Dictionary of Greek
απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek