εξαντλώ τελειώνω
1τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …
2εξαντλώ — εξάντλησα, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος, μτβ. 1. αντλώ ως το τέλος, εκκενώνω, αδειάζω. 2. μτφ., καταναλώνω κάτι τελείως, το τελειώνω εντελώς, κατασπαταλώ: Εξάντλησε την περιουσία του στη χαρτοπαιξία. 3. μτφ., εξασθενίζω, προκαλώ σωματική κατάπτωση,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3τελειώνω — τέλειωσα και τελείωσα, τελειώθηκα, τελειωμένος 1. φέρνω σε τέλος, περατώνω: Τέλειωσα το γράψιμο. 2. εξαντλώ, ξοδεύω κάτι ολόκληρο: Το τελειώσαμε το ψωμί. 3. αμτβ., φτάνω στο τέλος, περατώνομαι: Τελείωσε το μάθημα. 4. αποκάμνω, πεθαίνω: Τέλειωσα,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σώνομαι — σώνομαι, σώθηκα, σω(σ)μένος βλ. πίν. 4 (και ως απρόσ. σώνει) Σημειώσεις: σώνω, σώνομαι : εκτός από την έννοια του σώζω, έχει και τις έννοιες → εξαντλώ, τελειώνω κάτι ή προφταίνω, προλαβαίνω να κάνω κάτι. Με αυτές τις σημασίες συνήθως απαντάται… …
5σώνω — σώνω, έσωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: σώνω, σώνομαι : εκτός από την έννοια του σώζω, έχει και τις έννοιες → εξαντλώ, τελειώνω κάτι ή προφταίνω, προλαβαίνω να κάνω κάτι. Με αυτές τις σημασίες συνήθως απαντάται και η μτχ. σωμένος. Το απρόσ. σώνει →… …
6αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… …
7νετάρω — 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω 2. εξαντλώ κάτι («τά νετάραμε τα τρόφιμα») 3. εξαντλούμαι, αποκάμνω 4. τακτοποιώ εκκρεμείς λογαριασμούς που έχω με κάποιον, εξοφλώ 5. κάνω ευκρινή την εικόνα ή το είδωλο, σε φωτογραφική ή κινηματογραφική μηχανή καθώς… …
8προστελεύω — και προφτελεύω Ν διαρκώ, διατηρούμαι («δεν τού προστελεύει τίποτε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τελεύω «τελειώνω σώνομαι» και ως μεταβατικό «εξαντλώ»] …
9αποσώνω — ωσα, ώθηκα, ωσμένος 1. τελειώνω, συμπληρώνω: Δε θέλησε ν αποσώσει την κουβέντα του. 2. εξαντλώ τελείως, καταναλώνω εντελώς: Δεν περίμενα ν αποσωθεί τόσο νωρίς το λάδι μας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10νετάρω — (λ. ιταλ.), νετάρισα και νέταρα 1. μτβ., τελειώνω κάποιο έργο. 2. εξαντλώ κάτι ολότελα. 3. αμτβ., μένω απένταρος, διαθέτω ή χάνω όλα τα χρήματά μου: Εγώ νετάρισα και αποχωρώ από το παιχνίδι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)