εξαντλούμαι
1εξαντλούμαι — εξαντλούμαι, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος βλ. πίν. 74 …
2απαυδώ — (AM ἀπαυδῶ, άω) 1. δεν μπορώ πια να μιλήσω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι αρχ. 1. απαγορεύω 2. αρνούμαι 3. παρουσιάζω έλλειψη 4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»] …
3μπιτίζω — 1. φέρνω κάτι εις πέρας, αποτελειώνω, περατώνω («μπίτισα τις δουλειές μου») 2. συμπληρώνω, καλύπτω ένα ορισμένο ποσό 3. (αμτθ.) τερματίζομαι, περατώνομαι, τελειώνω («μπίτισαν οι διακοπές») 4. ξοδεύομαι, εξαντλούμαι, φθάνω στο τέλος («μπιτίσανε τα …
4προδιαντλούμαι — έομαι, Α εξαντλούμαι τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαντλοῡμαι «εξαντλούμαι»] …
5στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… …
6στρεύγω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ» 2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη 3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
7αδυνατεύω — [αδύνατος] αδυνατίζω, εξασθενώ, εξαντλούμαι …
8αιμορροώ — (Α αἱμορροῶ) [αἱμόρρους] αιμορραγώ, χάνω αίμα νεοελλ. εξαντλούμαι, υποφέρω ψυχικά …
9αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …
10απαγορεύω — (AM ἀπαγορεύω) [αγορεύω] δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω μσν. 1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι 2. αποφεύγω 3. ( ομαι) απελπίζω κάποιον αρχ. 1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι 3. μεταπείθω κάποιον 4. διακηρύσσω 5. (για… …