εξαντλούμαι
71στραγγίζω — στράγγισα και στράγγιξα, στραγγίστηκα, στραγγισμένος 1. μτβ., πιέζω και αφαιρώ το νερό από κάτι: Στράγγισε τα ρούχα. 2. αμτβ., μου αφαιρείται το υγρό: Στράγγιξαν τα ρούχα. 3. διυλίζω, σουρώνω: Στραγγίζω το γάλα. 4. εξαντλούμαι: Στράγγιξε από την… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
72τελεύω — τέλεψα, τελεμένος 1. μτβ.,τελειώνω κάτι: Τελεύω το γράψιμο. 2. αμτβ., εξαντλούμαι, σώνομαι, πεθαίνω: Τέλεψαν τα λεφτά. – Τέλεψε από την αρρώστια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
73τσακίζω — και τσακάω τσάκισα, τσακίστηκα, τσακισμένος 1. μτβ., συντρίβω, σπάζω: Τσάκισε τα ξύλα. 2. συμπτύσσω, διπλώνω: Τσακίζω το χαρτί στα τέσσερα. 3. μτφ., εξασθενώ, εξαντλώ, καταβάλλω: Τον τσάκισαν οι στενοχώριες. 4. αμτβ., εξαντλούμαι καταβάλλομαι:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)