εξαντλούμαι
61υπεξαφύομαι — Α (ποιητ. τ.) (για ρυάκι τού οποίου τα νερά χάνονται μέσα στην άμμο) εξαντλούμαι, εκλείπω, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαφύω «αντλώ από δοχείο, εξαντλώ»] …
62υποθρύπτομαι — και σπάν. ενεργ τ. ὑποθρύπτω Α 1. είμαι κάπως τρυφηλός ή θηλυπρεπής 2. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός 3. ενεργ. (κυρίως στη φρ.) «ὑποθρύπτω ἑαυτόν» ατονώ, εξαντλούμαι (Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θρύπτομαι «γίνομαι… …
63υποτρύω — Α κουράζομαι, εξαντλούμαι σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρύω «κατατρύχω, βασανίζω»] …
64βαλαντώνω — ωσα, βαλαντωμένος 1. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά: Βαλάντωσε από το πολύ κλάμα. 2. στενοχωρώ, εξαντλώ κάποιον: Με βαλάντωσε ο έρωτάς μου για τη Μαρία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
65κάμπτω — έκαμψα, κάμφθηκα 1. λυγίζω κάτι: Πιτυοκάμπτης λεγόταν αυτός που έκαμπτε τις κουκουναριές. 2. κάνω στροφή: Το αεροπλάνο έκαμψε ανατολικά. 3. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Με έκαμψαν τα βάσανα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66καταπέφτω — κατέπεσα και κατάπεσα, καταπεσμένος 1. πέφτω καταγής, καταγκρεμίζομαι: Κατέπεσε από το δεύτερο όροφο και τραυματίστηκε. 2. ελαττώνομαι, παρακμάζω: Κατάπεσε ο άνεμος. 3. εξαντλούμαι, χάνω τις δυνάμεις μου: Κατάπεσε πολύ ο γέρος τον τελευταίο καιρό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67λιώνω — έλιωσα, λιωμένος 1. μτβ., μεταβάλλω ένα στερεό σε υγρό, ρευστοποιώ, πολτοποιώ: Έβαλα στη σάλτσα λιωμένο σκόρδο. 2. αμτβ., εξαντλούμαι, κουράζομαι: Έλιωσα από τη ζέστη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68μπαφιάζω — μπάφιασα, μπαφιασμένος, σκάζω, εξαντλούμαι από κούραση, στενοχωρούμαι πολύ: Μπάφιασα μέχρι ν’ ανεβώ τη σκάλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
69μπαϊλντίζω — (λ. τουρκ.), μπαΐλντισα, μπαϊλντισμένος 1. λιποθυμώ, ζαλίζομαι, χάνω τις αισθήσεις μου: Μόλις έμαθε ότι χρωστάει στην εφορία μπαΐλντισε. 2. εξαντλούμαι από μεγάλο κόπο, λύπη κτλ.: Μπαΐλντισα από την πολλή δουλειά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
70ρέβω — έρεψα, λιώνω, φθίνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Η αρρώστια τον έρεψε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)