εξαντλούμαι

  • 51ρέβω — και ρεύω Ν 1. γίνομαι ερείπιο, καταρρέω («έρεψε το σπίτι») 2. μτφ. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι («έχει ρέψει από την πολλή δουλειά») 3. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ κάποιον («τον έχει ρέψει η φτώχεια») 4. φρ. «το έρεψε στο ξύλο» το έδειρε μέχρι… …

    Dictionary of Greek

  • 52σπανίζω — ΝΑ [σπάνις] είμαι σπάνιος, λιγοστός, υπάρχω σε μικρή ποσότητα («αυτό το είδος φυτού σπανίζει στην χώρα μας») νεοελλ. συμβαίνω σπάνια («τέτοια φαινόμενα σπανίζουν στις μέρες μας») αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) (για πρόσ.) έχω ανάγκη ή έλλειψη από κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 53στουμπώνω — Ν [στούμπος] 1. γεμίζω υπερβολικά κάτι με υλικά που μπορούν να συμπιεστούν («στούμπωσα τον σάκο με ρούχα») 2. (σχετικά με σωλήνα ή οχετό) προκαλώ απόφραξη ρίχνοντας υλικά που δεν διαρρέουν («τόν στούμπωσες τον νεροχύτη») 3. αποφράσσομαι, βουλλώνω …

    Dictionary of Greek

  • 54συναπαγορεύω — ΜΑ 1. απαγορεύω επίσης 2. (αμτβ.) κουράζομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαγορεύω «δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, κουράζομαι, εξαντλούμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 55συνεξατονώ — έω, Α χάνω τη ζωηρότητα μου μαζί με κάτι άλλο («τρόπον τινὰ τοῡ προσώπου τῇ ψυχῇ συνεξατονοῡντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξατονῶ «εξασθενίζω, εξαντλούμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 56σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …

    Dictionary of Greek

  • 57ταλαιπωρώ — ταλαιπωρῶ, έω, ΝΜΑ [ταλαίπωρος] 1. κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά, καταπονώ, βασανίζω (α. «αυτή η αρρώστια τόν ταλαιπωρεί χρόνια τώρα» β. «ὁ πόλεμος πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾱς», Ισοκρ.) 2. παθ. ταλαιπωρούμαι και ταλαιπωροῡμαι …

    Dictionary of Greek

  • 58τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …

    Dictionary of Greek

  • 59τελεύω — Ν [τέλος] 1. τελειώνω, αποπερατώνω κάτι («τέλεψα νωρίς τις δουλειές μου») 2. (αμτβ.) α) τελειώνω, σώνομαι, εξαντλούμαι («μάς τέλεψαν τα χρήματα») β) μτφ. πεθαίνω («τέλεψε από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες») …

    Dictionary of Greek

  • 60τρυχώ — όω, Α 1. τρύχω*, καταστρέφω («ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα», Ηρωδιαν.) 2. παθ. τρυχοῡμαι, όομαι καταπονούμαι, εξαντλούμαι («τρυχωθῆναι τὸ σῶμα [ὑπὸ τῆς νόσου]», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύχω σχηματισμένος από τον τ. τρῦχος] …

    Dictionary of Greek