εξαντλούμαι
31καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… …
32κατατοκίζω — (Α) (επιτ. τ. τού τοκίζω) 1. κάνω κάποιον φτωχό παίρνοντας μεγάλο τόκο για τα χρήματα που τού δάνεισα 2. παθ. κατατοκίζομαι εξαντλούμαι οικονομικώς, γίνομαι φτωχός πληρώνοντας μεγάλους τόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τοκίζω «δανείζω με τόκο»] …
33κατατρύω — (Α) 1. μέσ. κατατρύομαι κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω 2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»] …
34καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση …
35κωλοχτυπιέμαι — εντείνω πάρα πολύ τις προσπάθειες ή τον ρυθμό εργασίας μου, εξαντλούμαι σε μια δουλειά («κωλοχτυπηθήκαμε δύο μέρες, αλλά τελειώσαμε») …
36κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …
37λαγαρούμαι — / λαγαροῡμαι, όομαι (AM) [λαγαρός] μσν. εξασθενώ, εξαντλούμαι, ατονώ αρχ. (για ποταμό) ξεπαγώνω, λειώνει ο πάγος μου («ποταμὸς λαγαρούμενος», Ανθ. Παλ.) …
38λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …
39λιγώνω — (Μ λιγώνω) 1. επιθυμώ πολύ, λιγουρεύμαι 2. (ενεργ. και μέσ.) αισθάνομαι τάση για εμετό ή για λιποθυμία νεοελλ. 1. επιφέρω λιγούρα, προκαλώ τάση για εμετό ή για λιποθυμία 2. φρ. α) «λίγωσα (ή λιγώθηκα) στην πείνα» πείνασα πολύ, ξελιγώθηκα β)… …
40μπαϊλντίζω — και μπαϊλντώ 1. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι από σωματικό κάματο ή από έντονο πνευματικό ή ψυχικό πόνο, αποκάμνω από μεγάλη κούραση ή στενοχώρια («είμαι μπαϊλντισμένη από την πολλή δουλειά») 2. χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… …