εξαντλούμαι

  • 21εκπνέω — (AM ἐκπνέω, Α και ἐκπνείω) 1. (για έμβια) βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα 2. παραδίδω το πνεύμα μου, πεθαίνω νεοελλ. (για χρόνο) εξαντλούμαι, τελειώνω αρχ. 1. (για τον εισπνεόμενο αέρα) βγαίνω έξω πνέοντας 2. φυσώ σαν πνοή 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 22εκτοξεύω — (Α ἐκτοξεύω) νεοελλ. 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω, εκτινάσσω 2. μτφ. (για δυσάρεστα λόγια) απευθύνω, εκστομίζω με θυμό («εκτόξευσε απειλές, κατηγορίες») αρχ. 1. ρίχνω βέλη με τόξο, τοξεύω 2. ρίχνω βέλη ώσπου να αδειάσει η φαρέτρα 3. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 23εμπαρίεμαι — ἐμπαρίεμαι (Α) εξαντλούμαι …

    Dictionary of Greek

  • 24εντήκω — ἐντήκω (Α) 1. λειώνω, διαλύω 2. χύνω υλικό λειωμένο μέσα σε κάτι («τὰς τούτων ἁρμονίας ἐπλήρου μόλυβδον ἐντήκουσα», Διόδ.) 2. διδάσκω 3. (για συναισθήματα) εισδύω βαθιά στην ψυχή 4. (για πρόσ.) λειώνω από έρωτα 5. εξαντλούμαι από το κλάμα …

    Dictionary of Greek

  • 25εξασθενώ — (I) ( έω) (Α ἐξασθενῶ) αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι μσν. (νομ.) παύω να ισχύω αρχ. 1. γίνομαι ασθενέστερος, αδυνατίζω ως προς κάτι («ἐξησθένησε τοῑς λογισμοῑς», Διόδ. Σικ.) 2. δεν έχω αρκετές δυνάμεις για να κάνω κάτι 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 26εξατονώ — και ξατονώ (AM ἐξατονῶ, έω) [ατονώ] νεοελλ. ξεκουράζομαι αρχ. μσν. 1. κουράζομαι, εξαντλούμαι 2. εξασθενώ …

    Dictionary of Greek

  • 27επιλείπω — ἐπιλείπω (Α) 1. αφήνω, εγκαταλείπω 2. παθ. υστερώ, υπολείπομαι («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῡ», Πλάτ.) 3. αφήνω κάτι άθικτο («ὡς οὔτε τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων», Πλάτ.) 4. δεν επαρκώ, λείπω («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι»,… …

    Dictionary of Greek

  • 28κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …

    Dictionary of Greek

  • 29κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 30καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… …

    Dictionary of Greek