εξαντλούμαι

  • 11απείπον — ἀπεῑπον (Α) 1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω 2. αρνούμαι 3. απαγορεύω 4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ 5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι 6. ενδίδω, υποχωρώ 7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής 8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι 9. (το… …

    Dictionary of Greek

  • 12αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …

    Dictionary of Greek

  • 13αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… …

    Dictionary of Greek

  • 14αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 15βαλαντώνω — 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά 2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω 3. στενοχωριέμαι 4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον 5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω… …

    Dictionary of Greek

  • 16δαπανεύομαι — και δαπανεύγομαι [δαπάνη] 1. εξασθενώ, εξαντλούμαι 2. πεθαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 17διατήκω — (AM διατήκω) [τήκω] λειώνω κάτι σ όλη του τη μάζα, εντελώς αρχ. 1. (για έντερα) μαλάσσω, χαλαρώνω, λύνω 2. διαβρέχω 3. παθ. εξαντλούμαι, αφανίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 18διαφθίνω — (Α) (η μτχ. παρακμ.) διεφθινηκώς εξαντλούμαι, λειώνω («τὴν ἰσχνὴν καὶ διεφθινηκυῑαν», Σχολ. Θεοκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 19διαχρώμαι — διαχρῶμαι ( άομαι) (αποθ.) (AM) αρχ. μσν. (με αιτ.) θανατώνω, φονεύω αρχ. 1. μεταχειρίζομαι συνεχώς, συνήθως 2. λέω την αλήθεια 3. (σπάν. στους Αττ.) «λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῶμαι» μεταχειρίζομαι την πείνα σαν καρύκευμα 4. (σε παθητικές καταστάσεις) …

    Dictionary of Greek

  • 20εκκαρπίζομαι — ἐκκαρπίζομαι (Α) 1. παράγω καρπό 2. καρπώνομαι, απολαμβάνω 3. (για καλλιεργούμενη γη) εξαντλούμαι, γίνομαι άγονη …

    Dictionary of Greek