εξαλεῖψαι
1ἐξαλείψαι — ἐξαλείψαῑ , ἐξαλείφω plaster aor opt act 3rd sg …
2ἐξαλεῖψαι — ἐξαλείφω plaster aor inf act …
3εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …