εξαγριώνω
1εξαγριώνω — εξαγριώνω, εξαγρίωσα βλ. πίν. 3 …
2εξαγριώνω — (AM ἐξαγριῶ) [αγριώ] 1. εξοργίζω, εξερεθίζω, εξάπτω («εξαγριώνεται όταν τού ζητούν χρήματα») 2. (για χώρα ή περιοχή) εγκαταλείπω, αφήνω ακαλλιέργητη 3. (μτχ.) παρακμ. ως επίθ.) ἐξαγριωμένος, η, ο(ν) α) (για μαλλιά) ανακατωμένος β) (για ψυχή)… …
3εξαγριώνω — εξαγρίωσα, εξαγριώθηκα, εξαγριωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ολωσδιόλου άγριο, ατίθασο, τον αποθηριώνω: Εξαγριώθηκε η κλώσα όταν έκανε πουλάκια. 2. μτφ., εξερεθίζω κάποιον, τον εξοργίζω, τον κάνω θηρίο από το θυμό του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ξαγγρίζω — εξαγριώνω, ερεθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αγγρίζω «ερεθίζω»] …
5συνεξαγριαίνω — A εξαγριώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαγριαίνω «ἐξαγριώνω»] …
6αγριεύω — (αμτβ.) 1. (για έμψυχα) εξαγριώνομαι, οργίζομαι, θυμώνω, γίνομαι απειλητικός 2. (για άψυχα και ιδιαίτερα για καιρικές συνθήκες) γίνομαι άγριος, δριμύς 3. περιέρχομαι σε άγρια κατάσταση 4. (ενεργ. και μεσ.) (για έμψυχα) φοβάμαι, τρομάζω (μτβ.) 1.… …
7αγριώνω — (Μ) (Α ἀγριῶ, όω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άγριο, εξαγριώνω, ερεθίζω 2. παθ. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι νεοελλ. προξενώ φόβο σε κάποιον, τόν αγριεύω αρχ. παθ. 1. είμαι άγριος, βρίσκομαι σε άγρια κα τάσταση 2. είμαι ατημέλητος, αχτένιστος 3. είμαι… …
8αναγριώνω — 1. παροξύνω, ερεθίζω, εξαγριώνω 2. (για βρέφη) φωνάζω, κλαίω 3. γίνομαι μανιώδης 4. ανατριχιάζω, φρίττω 5. μέσ. επιδεινώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγριώνω. ΠΑΡ. αναγρίωμα] …
9αποθηριώνω — (AM ἀποθηριῶ, όω) μεταμορφώνω κάποιον σε θηρίο, εξαγριώνω (αρχ., ούμαι) 1. γίνομαι θηρίο 2. είμαι γεμάτος θηρία («ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῑλος») …
10εκθηριώ — ἐκθηριῶ ( όω) (AM) 1. κάνω κάποιον θηρίο, εξαγριώνω 2. παθ. ( οῡμαι) παίρνω μορφή ζώου …
- 1
- 2