εξαγριώνω

  • 11εκθυμώ — ἐκθυμῶ ( όω) (Μ) 1. εξοργίζω, εξαγριώνω 2. μέσ. ἐκθυμοῡμαι φέρνω κάτι στον νου μου, θυμάμαι …

    Dictionary of Greek

  • 12εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… …

    Dictionary of Greek

  • 13εξαγριαίνω — ἐξαγριαίνω (AM) [αγριαίνω] 1. εξαγριώνω, εξοργίζω 2. αγριεύω, οξύνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 14εξαγριωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εξαγρίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγριώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα] …

    Dictionary of Greek

  • 15θεριακώνω — [θεριακός] 1. (ιδίως για φυτά) γίνομαι υπερφυσικά μεγάλος, γίνομαι γιγάντιος («θεριάκωσε ο λόγγος») 2. γίνομαι άγριος και ορμητικός («θεριάκωσε η ξεροποταμιά κι όλα τά συνεπαίρνει») 3. αποκτώ ισχυρά οικονομικά ή πολιτικά μέσα 4. (για επιχειρήσεις …

    Dictionary of Greek

  • 16θηριοποιώ — θηριοποιῶ, έω (Μ) μεταβάλλω κάποιον σε θηρίο, εξαγριώνω, εξοργίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. αξιο ποιώ, υγρο ποιώ] …

    Dictionary of Greek

  • 17ξαγριεύω — και ξαγριεύγω 1. κάνω κάποιον άγριο, εξαγριώνω, εξοργίζω, εξερεθίζω 2. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι («τα μάτια ξαγριέψασι, καρβούνω σπίθες βγάνου», Ερωτόκρ.) 3. καταλαμβάνομαι από φόβο, αγριεύω από φόβο 4. (για αγρό) γίνομαι χέρσος, άγριος, γεμάτος… …

    Dictionary of Greek

  • 18προσεξαγριαίνω — Α [ἐξαγριαίνω] εξαγριώνω, εξοργίζω περισσότερο («προσεξαγριαίνει... τὸν θεόν, νομίσας ἀπατήσειν αὐτοῡ τὴν πρόνοιαν», Ιώσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 19αγγρίζω — άγγρισα, αγγρισμένος 1. ερεθίζω, εξαγριώνω: Μην αγγρίζεις το σκύλο, γιατί θα σε δαγκάσει. 2. το μέσο ομαι (για ζώα), βρίσκομαι σε κατάσταση οργασμού: Πρόσεχε τα κριάρια, γιατί είναι αγγρισμένα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 20αγριώνω — αγρίωσα, αγριώθηκα, αγριωμένος, μτβ. και αμτβ., εξαγριώνω και εξαγριώνομαι: Μίλησέ του μαλακά· μην τον αγριώνεις …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)