εν ψυχρώ

  • 41σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… …

    Dictionary of Greek

  • 42σκωριοβάμβακας — Υλικό ορυκτολογικής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση της θερμότητας και του ήχου και αποτελείται από πυριτικές ίνες, προϊόν μηχανικού διαμελισμού σε υψηλή θερμοκρασία. Ο σ. είναι υπόλευκος, απαλός και μοιάζει με το βαμπάκι. Η… …

    Dictionary of Greek