-
1 εντός
[эндос] εκίρ. (о месте) внутри, внутрь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εντός
-
2 внутри
-
3 внутрь
-
4 внутрь
внутрь1. нареч προς τά μέσα, ἐντός, ἐνδον2. предлог с род. ἡ. ἐντός, μέσα:войти \внутрь до́ма μπαίνω μέσα στό σπίτι. -
5 внутри
μέσαεντόςεσωτερικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > внутри
-
6 гезенк
горн. το κατακόρυφο φρεάτιο (εντός κοιτάσματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гезенк
-
7 досягаемость
η προσιτότητα, η θέση εντός εμβέλειαςвне (пределов) - и η θέση εκτός εμβέλειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > досягаемость
-
8 застройка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > застройка
-
9 откатка
1. горн. η μεταφορά (βαγονιών) εντός των στοώνбезрельсовая - χω-ρίς/δίχως ράγες- με άμαξα2. (меховая) η τελική κατεργασία σε τύμπανα με πριονίδια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > откатка
-
10 платить
πληρώνω- в течение... дней после подписания контракта - εντός διαστήματος... ημερών από την υπογραφή της συμφωνίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > платить
-
11 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
12 раковина
1. (дефект в отливке) η σπη-λαίωση, η κοιλότηταгазовая - ο εγκλεισμός του αερίου, η φυσαλίδα εντός μετάλλου/χυτού- σημείου2. (водопроводная) о νεροχύτης, (умывальник) о νιπτήρας 3. (твёрдый защитный покров некоторых беспозвоночных животных) το όστρακο, η κόγχη, το κοχύλι, το καύκαλο 4. (мед., анат.) η κόγχηушная - του ωτός/αυτιού 5 (телефона) το ακουστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раковина
-
13 сток
1. (движение жидкости) η ροή 2. (устройство для направления потока) о οχετόςτο αυλάκι3. (в гидрологии) η απορροήрусловой - εντός/μέσω της κοίτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сток
-
14 стрела
1. (для метания из лука или сходная по форме) το βέλος 2. (грузоподъёмной или землеройной машины) το τόξοгрузовая - мор. о φορτωτήρας, η μπίγα φορτίου (ξεν.)- тяжеловес ο βαρύς φορτωτής, η μαγγιόρα μπίγα3. мех. το βέλος 4. астр. το Βέλος(αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стрела
-
15 трение
η τριβ/ή- покоя - ηρεμίας, στατική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трение
-
16 трос
το σχοινί, το συρματόσχοινο, το παλαμάριτο καραβόσκοινοзадерживающий ав. - το συρ-ματόσκοινο ανάσχεσηςкокосовый - το κα-ρυόσχοινο, η τζίβα (από ίνες κοκοφοίνικα)стальной гибкий{}жёсткий{} - το χαλύβδινο εύκαμπτο/δύσκαμπτο συρματόσκοινοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трос
-
17 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
18 циклон
1. (метео) о κυκλώνας 2. (машина) о κυκλωνικός αποχωριστήςбатарейный - (мультициклон) η συστοιχία/σειρά κυκλω-νικών αποχωριστώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > циклон
-
19 ближайший
ближайш||ий(превосх. ст. от близкий)1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;3. (непосредственный) ἄμεσος:\ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;4. (о родне, друзьях) στενός:\ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς. -
20 в
в(во) предлог с вин. и пред л. п.1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;5. (при указании количественных признаков, размера, веса):дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… … Dictionary of Greek
ἐντός — within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… … Dictionary of Greek
εντός — επίρρ. τοπ. και πρόθ. 1. (ως επίρρ.), μέσα, στο εσωτερικό: Δεν υπάρχει τίποτε εντός. 2. ως πρόθ. (με γεν.), δηλώνει περιορισμό σε τοπικά ή χρονικά όρια: Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός). – Εντός δύο ωρών. 3. (με το άρθρ.) οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕντος — ἵημι Ja c io aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'ντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιμόεις — εντος, και Σιμοῡς, οῡντος, ὁ, Α ποταμός τής Τρωάδος τής Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα τού Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός* δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek