-
1 εντολή
[эндоли] ουσ. Θ. поручение, приказ, директива,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εντολή
-
2 поручение
-я ουδ.ανάθεση, εντολή παραγγελία καθήκο•партийное поручение κομματικό κα-θήκο•
исполнить поручение εκτελώ εντολή•
особое ειδική εντολή ή παραγγελία•
по -ию με εντολή, κατ εντολή•
дать поручение δίνω παραγγελία, παραγγέλλω.
-
3 поручение
поручение с η εντολή· η παραγγελία (заказ); по \поручениею... με εντολή...* * *сη εντολή; η παραγγελία ( заказ)по поруче́нию… — με εντολή...
-
4 наказ
наказм ἡ ἐντολή:\наказ избирателей ἡ ἐντολή τών ἐκλογέων вы́полнить отцовский \наказ ἐκτελώ τήν ἐντολή τοῦ πατέρα. -
5 поручение
поручени||ес ἡ παραγγελία, ἡ ἐντολή, ἡ ἀνάθεση:по моему́ \поручениею κατά παραγγελίαν μου, μέ ἐντολή μου· дать \поручение кому́-либо ἐπιφορτίζω κάποιον, δίνω ἐντολή σέ κάποιον. -
6 установка
установк||аж1. (действие) ἡ τοποθέ-τηση [-ις], ἡ ἐγκατάσταση [-ις]/ τό μοντάρισμα (монтирование, сборка):\установка машины τό στήσιμο μηχανής· \установка телефона ἡ ἐγκατάσταση τηλεφώνου·2. (устройство) тех. ἡ ἐγκατάσταση [-ις], ἡ συσκευή:радиотелеграфная \установка ἡ ραδιοτηλεγραφική συσκευή, ἡ συσκευή ἀσυρμάτου·3. (ориентация) ὁ σκοπός, ἡ ἀρχή, ὁ προσανατολισμός/ ἡ ὁδηγία, ἡ ἐντολή (директива):следовать основной \установкае ἀκολουθώ τόν κύριο προσανατολισμό· дать \установкау δίνω ἐντολή· получить \установкау παίρνω ἐντολή. -
7 наказ
-а α.διαταγή, εντολή•отцовский -πατρική εντολή•
тайный наказ μυστική εντολή•
нарушать -ы παραβιάζω τις εντολές.
|| έντυπο οδηγιών. -
8 распоряжение
-я ουδ.1. διαταγή• διάταξη• εντολή•правительственное распоряжение κυβερνητική εντολή•
отдать распоряжение δίνω διαταγή•
получить παίρνω διαταγή•
распоряжение о выдаче денег εντολή καταβολής χρημάτων•
по -ю директора κατά διαταγή του διευθυντή.
2. διαχείριση, κουμάντο•распоряжение изяществом διαχείριση της περ ιουσιας•
передать вопрос в распоряжение директора παραπέμπω το ζήτημα στην αρμοδιότητα ή τη δικαιοδοσία του διευθυντή.
εκφρ.в распоряжение кого-чего – στη διάθεση•инженер послан в распоряжение начальника строительства – ο μηχανικός στάλθηκε στη διάθεση του διευθυντή οικοδομών•иметь в -и – έχω στη διάθεση•находиться в -и – είμαι στη διάθεση ή υποταγή. -
9 команда
1. вчт. η εντολή 2. (группа людей) η ομάδα, (ав., мор.) το πλήρωμα 3. (приказ) η διαταγή, η εντολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > команда
-
10 приказание
η διαταγή, η εντολή-ть διατάσσω, διατάζωπροστάζω, δίνω εντολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приказание
-
11 распоряжение
1. (приказание) η εντο-λ/ήη διαταγή2. юр. (постановление) η εντολή 3. (указ) η εντολή 4. (порядок употребления) η διαχείριση, η διάθεση· в - и директора στη διάθεση του διευθυντήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распоряжение
-
12 задание
задание с 1) η αποστολή η εντολή, η παραγγελία (поручение ) 2) το γύμνασμα (упражнение ) το μάθημα (школьное)* * *с1) η αποστολή; η εντολή, η παραγγελία ( поручение) -
13 мандат
-
14 миссия
миссия ж 1) (поручение) η αποστολή, η εντολή 2) (делегация) η αποστολή, η αντιπροσωπεία 3) (представительство) η πρεσβεία, η αντιπροσωπεία* * *ж1) ( поручение) η αποστολή, η εντολή2) ( делегация) αποστολή, η αντιπροσωπεία3) ( представительство) η πρεσβεία, η αντιπροσωπεία -
15 назначение
назначение с 1) ο καθορισμός 2) (врачебное) η εντολή, η συνταγή 3) (на должность) ο διορισμός ◇ место \назначениея о τόπος προορισμού* * *с1) ο καθορισμός2) ( врачебное) η εντολή, η συνταγή3) ( на должность) ο διορισμός••ме́сто назначе́ния — ο τόπος προορισμού
-
16 заповедь
заповедьж1. рел. ἡ ἐντολή, τό πρόσταγμα·2. (наставление) ἡ ὁδηγία, ἡ ἐντολή. -
17 миссия
ми́сси||яж1. (поручение) ἡ ἀποστολή, ἡ ἐντολή:возложить \миссияю на кого-л. ἀναθέτω σέ κάποιον ἐντολή, ἀποστολή·2. дип. ἡ πρεσβεία, ἡ ἀντιπροσωπεία. -
18 распоряжение
распоряж||ениес ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή:давать \распоряжениеение δίνω ἐντολή· ◊ быть в \распоряжениеении кого-л. εἶμαι στή διάθεση κάποιου, εἶμαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· иметь кого́-л. в своем \распоряжениеении ἔχω κάποιον στή διάθεση μου· предоставлять в \распоряжениеение παρέχω (или θέτω) στή διάθεση. -
19 веление
-я ουδ.διαταγή, προσταγή, εντολή• υπαγόρευση• θέληση•по -ю сердца με εντολή της καρδιάς, γιατί το θέλει η καρδιά•
веление судьбы, рока το γραφτό της τύχης, της ειμαρμένης•
веление долга η φωνή του καθήκοντος.
-
20 командировать
-рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. командированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. στέλλω με υπηρεσιακή εντολή,στέλλομαι με υπηρεσιακή εντολή.
См. также в других словарях:
ἐντολή — injunction fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντολή — η 1. προσταγή, διαταγή, παραγγελία. 2. (εκκλησ.), η παραγγελία από το Θεό: Οι δέκα εντολές. 3. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα, δικαιοδοσία: Υπογράφει τα έγγραφα με εντολή του νομάρχη. 4. (νομ.), σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… … Dictionary of Greek
ἐντολῇ — ἐντολῆι , ἐντολεύς agent masc dat sg (epic ionic) ἐντολή injunction fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek
ἐντολαῖς — ἐντολή injunction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντολαί — ἐντολή injunction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντολήν — ἐντολή injunction fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντολῶν — ἐντολή injunction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek