-
1 εντελώς
[эндэлос] εκίρ. совершенно, вполне,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εντελώς
-
2 совершенно
совершеннонареч1. τελείως, ἐντελώς, ὁλότελα:\совершенно незнакомый человек τελείως (или ἐντελώς) ἄγνωστος ἄν-θρωπος· \совершенно верно πολύ σωστά· вы \совершенно правы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο· я \совершенно убежден, что... εἶμαι ἀπολύτως πεπεισμένος..., τό πιστεύω ἀπόλυτα...· он \совершенно неповинен εἶναι ἐντελώς ἀθῶος·2. (в совершенстве) τέλεια, στήν ἐντέλεια. -
3 вовсе
επίρ.ολότελα, εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου, εξ ολοκλήρου, καθ’ ολοκληρία•не нужен εντελώς άχρηστος•
вовсе пропал εντελώς αχρηστεύτηκε•
вовсе не (нет) καθόλου, διόλου.
-
4 совсем
επιρ.εντελώς, τελείως, παντελώς, ολότελα, καθ ολοκληρία• πέρα για πέρα•темно εντελώς σκοτάδι•
совсем забыл ξέχασα τελείως•
совсем новый κατακαίνουργος•
не совсем здоров όχι εντελώς καλά (υγιής)•
совсем близко πάρα πολύ σιμά, πλησιέστατα, εγγύτατα•
я его совсем не знаю δεν τον ξέρω καθόλου•
я совсем этого не ожидал καθόλου δεν το περίμενα αυτό•
он уехал совсем αυτός έφυγε για πάντα.
-
5 вполне
-
6 всецело
-
7 полностью
-
8 совершенно
совершенно τελείως, εντελώς; ολότελα (полностью) καθόλου (при отрицании)' \совершенно верно! πολύ σωστά! вы \совершенно правы έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο; вы \совершенно не правы δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο* * *τελείως, εντελώς; ολότελα ( полностью); καθόλου ( при отрицании)соверше́нно ве́рно! — πολύ σωστά!
вы соверше́нно пра́вы — έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο
вы соверше́нно не-пра́вы — δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο
-
9 совсем
совсем ολότελα, εντελώς; καθόλου (при отрицании)' \совсем не так δεν είναι καθόλου έτσι* * *ολότελα, εντελώς; καθόλου ( при отрицании)совсе́м не так — δεν είναι καθόλου έτσι
-
10 целиком
целиком ολόκληρα, ολότελα; εντελώς (полностью)· μονομιάς (сразу)* * * -
11 вполне
вполненареч πλέρια, πλήρως, ἐντελώς, πέρα γιά πέρα/ ὁλότελα (совсем):он не \вполне в этом уверен δέν εἶναι ἐντελώς βέβαιος γι· αὐτό. -
12 догола
доголанареч:раздеть \догола ξεγυμνώνω ἐντελῶς, ἀφήνω κάποιον ὁλόγυμνο, ἀφήνω κάποιον τσίτσιδο· раздеться \догола ξεγυμνώνομαι ἐντελῶς, μένω τσίτσιδος. -
13 насквозь
насквозьнареч1. διαμπερῶς, πέρα γιά πέρα:пу́ля пробила легкое \насквозь ἡ σφαίρα πέρασε τό πνευμόνι πέρα γιά πέρα·2. перен (совершенно) разг ὁλοκληρωτικά, ἐντελώς:промокнуть \насквозь γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι· \насквозь прогнивший ἐντελώς σάπιος· ◊ видеть кого-л, \насквозь ξέρω τί καπνό φουμάρει. -
14 оглохнуть
оглохнутьсов см. глохнуть:\оглохнуть на оба уха κουφαίνομαι ἐντελως, γινομαι ἐντελως κουφός. -
15 решительно
реши́тельн||онареч1. (смело, твердо)2. ἀποφασιστικά [-ῶς] / κατηγορηματικά (категорически):он \решительно против этого (αυτός) ἀντιτίθεται (или ἐναντιώνεται) κατηγορηματικά· \решительно отказать ἀρνούμαι κατηγορηματικά·2. (абсолютно) ἀπολύτως, ἐντελώς:он \решительно ничего не делает δέν κάνει ἀπολύτως τίποτε· мне \решительно все равно μοδ εἶναι ἐντελώς ἀδιάφορο. -
16 совсем
совсемнареч ἐντελώς, ὁλότελα, ὁλωσδιόλου:\совсем близко πολύ κοντά· \совсем напротив κατάντικρυ· \совсем готов καθ' ὅλα ἐτοιμος, ὁλότελα ἐτοιμος· \совсем новый костюм ἐντελώς καινούργιο κοστούμι:это \совсем не так κάθε ἄλλο· я его́ \совсем не знаю δέν τόν γνωρίζω καθόλου· он \совсем уехал, ушел (навсегда) ἔφυγε ὁριστικά, ἐφυγε γιά πάντα -
17 сугубо
сугу́б||онареч ἐντελῶς ἐξαιρετικά:это мое \сугубо ли́чное мнение αὐτή εἶναι ἡ ἐντελώς προσωπική μου γνώμη. -
18 выгнить
-нию, -ниешьρ.σ.σαπίζω, σήπομαι εντελώς•в дереве -ла вся сердцевина όλη η καρδιά (εντεριώνη) του δέντρου σάπισε εντελώς.
-
19 доварить
-варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доваренный ρ.σ.μ. βράζω τι εντελώς, καλοβράζω.βράζω εντελώς. -
20 доломать
παθ. μτχ. παρλθ. χρ., доломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ.μ.σπάζω εντελώς• τελειώνω το σπάσιμο.σπάζω τελείως, αποσπάζω•стул -лся το κάθισμα έσπασε εντελώς.
См. также в других словарях:
εντελώς — επίρρ. τροπ., με τρόπο εντελή (πλήρη), τελείως, ολοκληρωτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντελῶς — ἐντελής complete adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειστοπαντός — εντελώς … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek