εντα
1.έντα — ἕντα , ἵημι Ja c io aor part act masc acc sg ἕντα , ἵημι Ja c io aor part act neut nom/voc/acc pl …
2ἔντα — ἔντᾱ , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) …
3Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …
4αἰγλάεντα — αἰγλά̱εντα , αἰγλήεις dazzling neut nom/voc/acc pl (epic doric) αἰγλά̱εντα , αἰγλήεις dazzling masc acc sg (epic doric) …
5αὐδάεντα — αὐδά̱εντα , αὐδήεις speaking with human voice neut nom/voc/acc pl (doric) αὐδά̱εντα , αὐδήεις speaking with human voice masc acc sg (doric) …
6δινάεντα — δῑνά̱εντα , δινήεις whirling neut nom/voc/acc pl (doric) δῑνά̱εντα , δινήεις whirling masc acc sg (doric) …
7λαχνάεντ' — λαχνά̱εντα , λαχνήεις woolly neut nom/voc/acc pl (doric) λαχνά̱εντα , λαχνήεις woolly masc acc sg (doric) λαχνά̱εντι , λαχνήεις woolly masc/neut dat sg (doric) λαχνά̱εντε , λαχνήεις woolly masc/neut nom/voc/acc dual (doric) …
8λαχνάεντα — λαχνά̱εντα , λαχνήεις woolly neut nom/voc/acc pl (doric) λαχνά̱εντα , λαχνήεις woolly masc acc sg (doric) …
9νικάεντα — νῑκά̱εντα , νικήεις conquering neut nom/voc/acc pl (doric) νῑκά̱εντα , νικήεις conquering masc acc sg (doric) …
10πευκάενθ' — πευκά̱εντα , πευκήεις pine covered neut nom/voc/acc pl (doric) πευκά̱εντα , πευκήεις pine covered masc acc sg (doric) πευκά̱εντι , πευκήεις pine covered masc/neut dat sg (doric) πευκά̱εντε , πευκήεις pine covered masc/neut nom/voc/acc dual… …