ενταφιασμός
21περιστολή — η, ΝΜΑ [περιστέλλω] νεοελλ. 1. η ελάττωση τής έκτασης ή τής ποσότητας ενός πράγματος, περικοπή, περιορισμός («περιστολή τών δημόσιων δαπανών») 2. συγκράτηση μέσα στα επιτρεπτά όρια τού κώδικα καλής συμπεριφοράς, χαλιναγώγηση, καταστολή (α.… …
22συνεκφορά — η, ΝΑ [συνεκφέρω] η συμπροφορά τού τελικού και τού αρχικού φθόγγου δύο διαδοχικών λέξεων κατά τρόπο που να καταργείται το κενό το οποίο θα έπρεπε φυσιολογικά να υπάρχει μεταξύ τους π.χ. τον ήλιο: ο νήλιος («οὐ προτάττεται τὸ σ τοῡ ξ κατὰ… …
23συνενταφή — ἡ, Α [συνενθάπτομαι] κοινός ενταφιασμός …
24ταφή — η, ΝΜΑ, και ταπή Α η τοποθέτηση νεκρού σώματος μέσα στη γη, μέσα σε τάφο, ενταφιασμός, θάψιμο (α. «στην ταφή σου με την πάχνη χύν η βρύση το νερό», Σολωμ. β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ. γ. «ταφῆς… …
25ταφιασμός — ὁ, Α ενταφιασμός, ταφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταφή, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία ρ. *ταφιάζω] …
26τυμβεία — ἡ, Α [τυμβεύω] (κατά το λεξ. Σούδα) ταφή, ενταφιασμός …
27χώσιμο — και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο») 2. επικάλυψη με χώμα 3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα 4. ενταφιασμός, θάψιμο 5. (ιδιωμ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ τού αορ.… …
28ψαμμισμός — ὁ, Α ενταφιασμός στην άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + ισμός*, μέσω αμάρτυρου *ψαμμίζω …
29Γουίντμιλ Χιλ — (Windmill Hill). Προϊστορικό οχυρωμένο χωριό του Γουιλτσάιρ, από το οποίο πήρε την ονομασία του ένας σημαντικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε κυρίως στη νότια Αγγλία κατά το τέλος της νεολιθικής εποχής. Οι λαοί του πολιτισμού αυτού ασχολούνταν… …
30επικήδειες τελετές — Παροδικές τελετές, που διαρθρώνονται σε τρεις φάσεις: στην απόσπαση από την προηγούμενη κατάσταση, μια περίοδο στο περιθώριο και στην ένταξη στη νέα κατάσταση. Στη φάση της απόσπασης, ο νεκρός προπέμπεται με τύπους και προσευχές, και συχνά… …