ενταφιασμός

  • 11Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 12ενταφίαση — η (Μ ἐνταφίασις) ενταφιασμός …

    Dictionary of Greek

  • 13εντύμβευσις — η ἐντύμβευσις (Μ) ενταφιασμός, ταφή …

    Dictionary of Greek

  • 14θάψιμο — το [θάβω] 1. ταφή, ενταφιασμός 2. χώσιμο πραγμάτων στη γη, παράχωση …

    Dictionary of Greek

  • 15θανή — η (Μ θανή) ο θάνατος νεοελλ. κηδεία, ενταφιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το έναρθρο απαρμφ. το θανείν κατ αναλογία προς το ταφή] …

    Dictionary of Greek

  • 16θαφή — η ταφή, ενταφιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταφή*, με επίδραση τού θάβω*] …

    Dictionary of Greek

  • 17κατάθεση — η (AM κατάθεσις) [κατατίθημι] νεοελλ. 1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου») 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. το κατατεθειμένο ποσό 4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε… …

    Dictionary of Greek

  • 18καταστολή — η (AM καταστολή) [καταστέλλω] 1. περιορισμός, περιστολή, αναστολή, συγκράτηση, συμμάζεμα 2. μτφ. κατάπνιξη, κατάπαυση, κατασίγαση, καθυπόταξη, καταπράυνση (α. «καταστολή τών παθών» β. «καταστολή τού κινήματος») μσν. ο ενταφιασμός αρχ. 1. περιβολή …

    Dictionary of Greek

  • 19κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …

    Dictionary of Greek

  • 20παράχωμα — το, ΝΜΑ [παραχώννυμι] σωρός από χώμα που χρησιμεύει ως πρόχωμα στα πλάγια διώρυγας ή τάφρου νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραχώνω 2. συσσώρευση χώματος κοντά στη ρίζα φυτού για να διατηρείται η υγρασία μέσα στον λάκκο 3. απόκρυψη… …

    Dictionary of Greek