ενδέχεται
1ενδέχεται — (ως απρόσ.) …
2ἐνδέχεται — ἐνδέχομαι take upon oneself pres ind mp 3rd sg …
3μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …
4ενδέχομαι — (AM ἐνδέχομαι Α και ιων. τ. ἐνδέκομαι) 1. απρόσ. ενδέχεται είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει») 2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενος αυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά») 3. (το ουδ. μτχ.… …
5εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …
6εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …
7ενδέχομαι — 1. συνήθ. στο γ εν. ως απρόσ., ενδέχεται είναι δυνατό, πιθανό, ενδεχόμενο, δεν αποκλείεται να συμβεί. 2. η μτχ. ενεστ. ως επίθ., ενδεχόμενος, η, ο που μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να συμβεί, πιθανός, πραγματοποιήσιμος: Ενδεχόμενος πόλεμος. 3 …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8неподобьныи — (190) пр. 1.Неподобающий: ни одиному клирикѹ. ни в городѣ сѹща ни на пѹти ходѧщю. в рiзы не(п)добны˫а облачитисѧ. КН 1280, 517г; Не плоть предажь пищи. и неподобнымь чрева сластемъ. (ταῖς ἀκαϑέκτοις) ПНЧ 1296, 67; неподобьно средн. в сост. сказ.… …
9έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …
10ήνις — ἤνις, ιος, ἡ (Α) (επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι αυτός. Το ι τής λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή… …