-
1 εμπόριο
[эмборио] ουσ. о. торговля.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εμπόριο
-
2 торговля
торговл||яж τό ἐμπόριο[ν]:государственная (частная) \торговля τό κρατικό (τό ἰδιωτικό) ἐμπόριο· внешняя \торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· розничная \торговля τό λιανικό ἐμπόριό заниматься \торговляей ἀσχολοῦμαι μέ τό ἐμπόριο, ἐμπορεύομαι. -
3 торговля
торговля ж το εμπόριο; внешняя (внутренняя) \торговля το εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο; вести \торговляю εμπορεύομαι* * *жτο εμπόριοвне́шняя (вну́тренняя) торго́вля — το εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο
вести́ торго́влю — εμπορεύομαι
-
4 продажа
-и θ.πώληση•оптовая продажа χοντρική πώληση•
розничная продажа λιανική πώληση•
акт купли-продажи πράξη αγοραπωλησίας.
|| εμπόριο•в -у поступило много товаров στο εμπόριο ήρθαν πολλά εμπορεύματα•
пустить в -у βγάζω στο εμπόριο.
-
5 торговля
-и θ.το εμπόριο• η εμπορία•торговля животными το ζωεμπόριο•
внешная торговля εξωτερικό εμπόριο•
внутренняя торговля εσωτερικό εμπόριο-торговля табаком καπνεμπόριο•
торговля вином οινεμπόριο.
-
6 внешний
внешний в разн. знач. εξωτερικός: \внешний вид το εξωτερικό, η όψη· \внешнийяя политика η εξωτερική πολιτική* \внешнийяя торговля το εξωτερικό εμπόριο* * *в разн. знач.вне́шний вид — το εξωτερικό, η όψη
вне́шняя поли́тика — η εξωτερική πολιτική
вне́шняя торго́вля — εξωτερικό εμπόριο
-
7 оптовый
оптовый χοντρικός· \оптовыйая торговля το χοντρικό εμπόριο; \оптовыйые цены οι τιμές χοντρικής πώλησης* * *опто́вая торго́вля — το χοντρικό εμπόριο
опто́вые це́ны — οι τιμές χοντρικής πώλησης
-
8 товарооборот
товарооборот м το εμπόριο, η κυκλοφορία των εμπορευμάτων* * *мτο εμπόριο, η κυκλοφορία των εμπορευμάτων -
9 торговать
-
10 частный
частный ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός (индивидуальный)· \частныйая собственность η ατομική ιδιοκτησία; \частныйая торговля το ιδιωτικό εμπόριο* * *ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός ( индивидуальный)ча́стная со́бственность — η ατομική ιδιοκτησία
ча́стная торго́вля — ιδιωτικό εμπόριο
-
11 подторговывать
ρ.δ.1. (απλ.) κερδίζω συμπληρωμαρικά με το εμπόριο.2. εμπορεύομαι, ασχολούμαι, λίγο με το εμπόριο. -
12 торг
-
13 выручка
фин. 1. (деньги от продажи чего-л.) η είσπραξη 2. (прибыль, доход) το κέρδος· * получать - у от продажи έχω - από την πώλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выручка
-
14 коммерция
το εμπόριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коммерция
-
15 спад
1. тех. η μείωση, η πτώση 2. эк. η ύφεση, η πτώσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спад
-
16 торговать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торговать
-
17 бойкий
бойк||ийприл καπάτσος/ τολμηρός (смелый)/ ζωηρός, εὐστροφος (живой, быстрый)/ ἐτοιμόλογος (υ речи):человек \бойкий на язык ἄνθρωπος ἐτοιμόλογος; \бойкийая торговля τό ζωηρό ἐμπόριο; ◊ на \бойкийом месте σέ πολυσύχναστο μέρος, σέ τόπο μέ ζωηρή κίνηση. -
18 внешний
внешн||ийприл в разн. знач. ἐξωτερικός:\внешнийий вид τό ἐξωτερικό, ἡ ἐξωτερική δψη· \внешнийяя среда τό ἐξωτερικό περιβάλλον, ὁ περίγυρος· \внешнийее сходство ἡ ἐξωτερική ὁμοιότητα· \внешнийее спокойствие ἡ ἐξωτερική ἡρεμία, ἡ φαινομενική ἡρεμία· \внешнийий лоск ἐπιφανειακό γυάλισμα (или λοῦστρο)· \внешнийяя политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· \внешнийяя торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· \внешнийий рынок зк. ἡ ἐξωτερική ἀγορά· ◊ \внешнийяя гавань ὁ προλιμένας. -
19 внутренний
вну́тренн||ийприл в разн. знач. ἐσωτερικός:\внутренний двор ἡ ἐσωτερική αὐλή·\внутреннийΗΗ сила ἡ ἐσωτερική δύναμη· \внутренний мир ὁ ἐσωτερικός κόσμος· \внутреннийяя политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· \внутреннийее положение ἡ ἐσωτερική κατάσταση· \внутреннийяя торговля τό ἐσωτερικό ἐμπόριο· \внутренний рынок эк. ἡ ἐσωτερική ἀγορά· министерство \внутреннийнх дел τό ὑπουργεῖο[ν] των ἐσωτερικών \внутреннийие болезни ἐσωτερικές παθήσεις· \внутреннийие причины οἱ ἐσωτερικές αίτίες· для \внутреннийего употребления γιά ἐσωτερική χρήση. -
20 заморский
замо́рск||ийприл уст. ὑπερπόντιος, ἐξωτερικός / ξένος (иностранный):\заморскийие товары ἐμπορεύματα ἀπό τό ἐξωτερικό· \заморскийие страны οἱ ξένες χῶρες· \заморскийая торговля τό ἐξωτερικό (или ὑπερπόντιο) ἐμπόριο.
См. также в других словарях:
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
εμπόριο — το αγοραπωλησία εμπορευμάτων με σκοπό το κέρδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρονικό εμπόριο — (e commerce). Μορφή εμπορίου όπου οι συναλλαγές μεταξύ αγοραστών και πωλητών γίνονται με ηλεκτρονικά μέσα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των δικτύων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Με λίγα λόγια, είναι η δυνατότητα αγοράς και πώλησης αγαθών και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek