εμπρόθεσμος
1ἐμπρόθεσμος — within masc/fem nom sg …
2εμπρόθεσμος — η, ο (AM ἐμπρόθεσμος, ον) αυτός που γίνεται μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, σε ορισμένη προθεσμία. (Επίρρ.) εμπροθέσμως, α μέσα στην ορισμένη προθεσμία, έγκαιρα …
3εμπρόθεσμος — η, ο επίρρ. α 1. που γίνεται σε ορισμένη προθεσμία (αντίθ. εκπρόθεσμος), έγκαιρος: Εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης. 2. που αξιώνει ή εκτελεί κάτι σε ορισμένα χρονικά όρια: Είμαι εμπρόθεσμος και γι αυτό δε θα πληρώσω πρόστιμο για τη συναλλαγματική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐμπροθέσμως — ἐμπρόθεσμος within adverbial ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc pl (doric) …
5ἐμπρόθεσμον — ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc sg ἐμπρόθεσμος within neut nom/voc/acc sg …
6ἐμπροθέσμοις — ἐμπρόθεσμος within masc/fem/neut dat pl …
7ἐμπροθέσμου — ἐμπρόθεσμος within masc/fem/neut gen sg …
8ἐμπροθέσμους — ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc pl …
9ἐμπροθέσμῳ — ἐμπρόθεσμος within masc/fem/neut dat sg …
10ἐμπρόθεσμοι — ἐμπρόθεσμος within masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2