εμπορεύομαι
81αλισβερίζομαι — και αλισιβερίζομαι και αλισφερίζομαι [αλισβερίσι] εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, νταραβερίζομαι …
82ανδραποδίζω — ἀνδραποδίζω (Α) (ενεργ, και μέσ.) 1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο 2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον. ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής,… …
83διαμείβομαι — (Α διαμείβομαι και διαμείβω) [αμείβομαι] 1. ανταλλάσσω 2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαμειφθέντα οι συζητήσεις που έγιναν, τα λόγια που ανταλλάχθηκαν αρχ. 1. διέρχομαι, διασχίζω 2. αλλοιώνω, μεταβάλλω 3. αλλάζω τελείως 4. εμπορεύομαι σε …
84διεμπολώ — διεμπολῶ ( άω) (Α) [εμπολώ] 1. πωλώ σε διάφορους ή σε κομμάτια 2. γεν. εμπορεύομαι 3. προδίνω, απατώ 4. για γάμο που συμφωνήθηκε σε εμπορική βάση …
85εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… …
86ενεμπορεύομαι — ἐνεμπορεύομαι (Α) εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι …
87εριοπωλώ — ἐριοπωλῶ έω (Α) [εριοπώλης] πωλώ ή εμπορεύομαι έρια …
88ιματιοπωλώ — ἱματιοπωλῶ, έω (Μ) [ιματιοπώλης] πωλώ ιμάτια, εμπορεύομαι ρούχα …
89καταπραγματεύομαι — και, κατά το λεξ. Σούδα, καταπραγματεύω (AM) 1. πιθ. εμπορεύομαι κάτι, επιζητώ κέρδος από κάτι ή, κατ άλλους, μεταχειρίζομαι διάφορα μέσα εναντίον κάποιου 2. μτφ. ασχολούμαι 3. διαπραγματεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πραγματεύομαι… …
90κατεμπορεύομαι — (Α) 1. ανταλλάσσω, εμπορεύομαι 2. εκμεταλλεύομαι, κερδοσκοπώ …