εμπορεύομαι
71ἐνεπορεύσαντο — ἐμπορεύομαι travel aor ind mid 3rd pl …
72ἐνεπορεύσασθε — ἐμπορεύομαι travel aor ind mid 2nd pl …
73ἐνεπορεύσατο — ἐμπορεύομαι travel aor ind mid 3rd sg …
74ἐνεπορεύσω — ἐμπορεύομαι travel aor ind mid 2nd sg …
75ἐμπορευομένας — ἐμπορευομένᾱς , ἐμπορεύομαι travel pres part mp fem acc pl ἐμπορευομένᾱς , ἐμπορεύομαι travel pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἐμπορευομένᾱς , ἐμπορεύομαι travel pres part mp fem acc pl ἐμπορευομένᾱς , ἐμπορεύομαι travel pres part mp… …
76προεμπορεύεσθαι — πρό ἐμπορεύομαι travel pres inf mp προεμπορεύεσθαι , πρό ἐμπορεύομαι travel pres inf mp …
77συνεμπορεύεται — σύν ἐμπορεύομαι travel pres ind mp 3rd sg σύν ἐμπορεύομαι travel pres ind mp 3rd sg …
78συνεμπορεύσασθαι — σύν ἐμπορεύομαι travel aor inf mp σύν ἐμπορεύομαι travel aor inf mid …
79ἐμπορευόμαν — ἐμπορευόμᾱν , ἐμπορεύομαι travel imperf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἐμπορευόμᾱν , ἐμπορεύομαι travel imperf ind mp 1st sg (doric aeolic) …
80έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …