εμπορεύομαι

  • 101συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… …

    Dictionary of Greek

  • 102χοιροπωλώ — έω, Α [χοιροπώλης] 1. εμπορεύομαι χοίρους 2. είμαι πόρνη …

    Dictionary of Greek

  • 103ՇԱՀԱՎԱՃԱՌ — (ի, աց.) NBH 2 0458 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 11c գ. ποριμός quaestus, lucrum եւ ἑμπορία mercatura, negotiatio, mercimonia. Վաճառ շահաւոր. շահ վաճառաց. վաճառաշահութիւն. տուր եւ առ. առուտուր՝ վաստըկով. ... *Որք… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 104ՇԱՀԻՄ — (եցայ, ել.) NBH 2 0459 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 13c հ. κερδαίνω, κερδέω lucror, lucrifacio, quaestum facio πορίζω , ἑμπορεύομαι, ἑμπολάω mercor, ngotior διαπραγματέω, περιποιέομαι comparo, acquiro եւն. (լինի …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)