εμαγιέ

  • 1εμαγιέ — άκλ. (λ. γαλλ.) 1. (για πήλινα ή μεταλλικά σκεύη) ο σμαλτωμένος: Εμαγιέ κατσαρόλα. 2. ως ουσ., εμαγιέ, το μετάλλινο μαγειρικό σκεύος σμαλ τωμένο: Το φαΐ είναι ακόμη στο εμαγιέ …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2εμαγιέ — (ακλ.) 1. (για μεταλλικά ή πήλινα σκεύη και άλλα αντικείμενα) εκείνος τού οποίου η επιφάνεια έχει επικαλυφθεί κατά την κατασκευή με εφυάλωμα (από σκόνη γυαλιού και διάφορα οξείδια) ή σμάλτο για προφύλαξη από διαβρώσεις και για ωραιότερη εμφάνιση… …

    Dictionary of Greek

  • 3εφυαλωμένος — η, ο επιχρισμένος με υαλώδες επίχρισμα, υαλογανωμένος, σμαλτωμένος, εμαγιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. εφυαλώνω διάφορο τού εμφιαλωμένος (< εμφιαλώνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 4εφυαλωτός — ή, ό και εφυαλωμένος, η, ο [εφυαλώνω] επιχρισμένος με υαλώδες ή σμαλτοειδές επίχρισμα, εμαγιέ …

    Dictionary of Greek

  • 5σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …

    Dictionary of Greek

  • 6Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …

    Dictionary of Greek