εμένα
71παραφωνάζω — παραφώναξα, φωνάζω υπερβολικά: Μην παραφωνάζεις και δε με φοβίζεις εμένα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
72πολύπαθος — η, ο αυτός που έπαθε πολλά: Εμένα τον πολύπαθο ας έρθει να ρωτήσει (δημ. τραγ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
73υπολογίζω — υπολόγισα, υπολογίστηκα, υπολογισμένος 1. λογαριάζω, αριθμώ και βρίσκω: Υπολογίζω το μισθό του σε χίλια ευρώ. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό: Υπολόγισα και τα έξοδα φαγητού. 3. μτφ., παίρνω υπόψη μου, θεωρώ σπουδαίο, δίνω σημασία σε κάτι: Μην τον… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
74υποχρεώνω — υποχρέωσα, υποχρεώθηκα, υποχρεωμένος 1. κάνω κάποιον υπόχρεο (βλ. λ.) να πράξει, τον αναγκάζω. 2. επιβάλλω σε κάποιον κάτι. 3. κάνω κάποιον να αισθάνεται ευγνωμοσύνη σ’ εμένα: Με υποχρεώσατε με την εξυπηρέτηση. 4. η μτχ. παθ. πρκ., υποχρεωμένος… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
75φωνάζω — φώναξα, μτβ. και αμτβ. 1. μιλώ μεγαλόφωνα, μιλώ δυνατά, κραυγάζω, βγάζω κραυγή, ξεφωνίζω: Μας ξεκούφανες έτσι που φωνάζεις. 2. καλώ κάποιον μεγαλόφωνα, προσκαλώ, καλώ: Πήγε να φωνάξει το γιατρό. 3. καλώ κάποιον ονομαστικά: Τους φώναξε όλους ο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)