εμένα
61Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Γαλάτεια — (Καβάλα 1930 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε κοινωνική λειτουργός στις σχολές γενικών σπουδών Δαμασκός και δημοσιογραφία. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1954 με διηγήματά της που περιέχονται στο συλλογικό έργο Κόκκινη κλωστή δεμένη.… …
62μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …
63Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… …
64Σποντής, Τριαντάφυλλος — Λόγιος, ποιητής και πολιτικός από το Μεσολόγγι. Έζησε τις τελευταίες δεκαετίες του IH’ και τις πρώτες του 10’ αιώνα και πέθανε στην Κόρινθο το 1822. Η κόρη του Αγγελική ήταν σύζυγος του Δ. Παλαμά, θείου του ποιητή Κωστή Παλαμά. Κατά τη μαρτυρία… …
65έλλαμψη — η 1. λάμψη, ακτινοβολία, φωτισμός. 2. μτφ., ενθουσιασμός, έκσταση, φωτισμός της ψυχής από το Θεό: Κατάλαβα πως ήρθε σ εμένα η υπέρτατη έλλαμψη (Ζ. Παπαντωνίου) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66αλιβάνιστος — αλιβάνιστος, η, ο και αλιβάνωτος, η, ο 1. αυτός που δε λιβανίστηκε, δε θυμιατίστηκε με λιβάνι: Ξέχασα χθες τις εικόνες αλιβάνιστες. 2. αυτός που αποφεύγει την εκκλησία: Αλιβάνιστος ο ίδιος, ζητούσε να πείσει κι εμένα να πάμε για κυνήγι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67ανεπιφύλακτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει επιφυλάξεις, δισταγμούς, απερίφραστος: Η υποστήριξή του προς εμένα συνεχίζεται ανεπιφύλακτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68κάργας — ο ψευτοπαλικαράς, νταής: Μη μου κάνεις εμένα τον κάργα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
69λογαριασμός — ο 1. αρίθμηση, μέτρημα: Ο λογαριασμός ήταν λάθος. 2. πίνακας εξόδων ή εσόδων: Ο λογαριασμός του τηλεφώνου ήρθε φουσκωμένος. 3. δοσοληψία οικονομική: Θα καταθέσω τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό σου. 4. φρ., «Δίνω λογαριασμό», λογοδοτώ· «δικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
70ομορφάδα — η ομορφιά, ωραιότητα, κομψότητα: Του νησιού μου τις μύριες ομορφάδες σαν κι εμένα κανένας δεν εχάρη (Μαβίλης) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)