εμένα

  • 41οχλώ — (ΑΜ ὀχλῶ, έω) [όχλος] ενοχλώ νεοελλ. (νομ.) κάνω υπόμνηση τού χρέους τού οφειλέτη προς εμένα αρχ. 1. κινώ, κυλίω («ψηφῑδες ἅπασαι οχλεῡνται», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ὀχλοῡμαι, έομαι (σχετικά με τόπο) γεμίζω από κόσμο …

    Dictionary of Greek

  • 42πάρτη — φρ. 1. «κοιτάω την πάρτη μου» φροντίζω μόνο για τον εαυτό μου, για το συμφέρον μου 2. «για πάρτη μου» α) για το συμφέρον μου β) όσον αφορά εμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. parte «μερίδιο»] …

    Dictionary of Greek

  • 43παρακομίζω — Α 1. οδηγώ κάποιον, συνοδεύω 2. μεταφέρω («ἐν τοσαύταις ἡμέραις τὴν Λητὼ παρεκόμισαν ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον», Αριστοτ.) 3. προσκομίζω («τί δῆτα ἀδικέουσι οὗτοι ἡμῑν σιτία παρακομίζοντες;», Ηρόδ.) 4. παίρνω, δέχομαι 5. (μέσ. και παθ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 44περηφανεύομαι — 1. πιστεύω στην ηθική αξία τού εαυτού μου ή κάποιας πράξης που έχει στενή σχέση μ εμένα και καυχιέμαι γι αυτά, είμαι περήφανος, υψηλόφρων 2. είμαι αλαζόνας, φέρομαι στους άλλους υπεροπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερηφανεύομαι με σίγηση τού αρκτικού… …

    Dictionary of Greek

  • 45πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 46πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …

    Dictionary of Greek

  • 47πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …

    Dictionary of Greek

  • 48προσέλκω — Α 1. προσελκύω 2. μέσ. προσέλκομαι α) φέρνω με το μέρος μου, παρασύρω προς εμένα («δυναμένης διὰ τὴν ὁμιλίαν τοὺς ἐραστὰς προσελκύσασθαι», Αθήν.) β) αγκαλιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 49προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… …

    Dictionary of Greek

  • 50προσπαραδείκνυμι — Α δείχνω δηλώνω σε κάποιον ότι ένα αντικείμενο ανήκει σε εμένα («ὄ προσπαρέδιξα τοῡ ὑποχρέου μου ἥμισυ μέρος οἰκίας», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παραδείκνυμι «παρουσιάζω, υποδηλώνω, υποδεικνύω»] …

    Dictionary of Greek