εμένα

  • 21αλληλοπροσαρμόζομαι — προσαρμόζομαι με κάποιον κι αυτός αντίστοιχα προσαρμόζεται μ εμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προσαρμόζω ( ομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 22ανακοιτάζομαι — (Α ἀνακοιτάζομαι) νεοελλ. βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα αρχ. (κυρίως γι αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα * + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο… …

    Dictionary of Greek

  • 23αναπαράγω — 1. παράγω εκ νέου ή συνεχώς όμοια πράγματα 2. (ειδικά για ζωντανούς οργανισμούς) δημιουργώ ον ομοειδές με εμένα 3. παθ. δημιουργούμαι ή μπορώ να προέλθω από όμοιο ον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… …

    Dictionary of Greek

  • 24αντιθέω — ἀντιθέω (Α) [θέω] 1. συναγωνίζομαι σε αγώνα δρόμου 2. τρέχω προς κάποιον που τρέχει προς εμένα …

    Dictionary of Greek

  • 25αντιμισώ — ἀντιμισῶ ( έω) (Α) ανταποδίδω το μίσος κάποιου προς εμένα …

    Dictionary of Greek

  • 26αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …

    Dictionary of Greek

  • 27απόκειμαι — (AM ἀπόκειμαι, νεοελλ. συνήθως απρόσωπο: απόκειται) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος 2. «απόκειται σ εμένα» είναι χρέος μου, οφείλω να 3. «απόκειται σε κάποιον» είναι στο χέρι του, εξαρτάται από την κρίση του μσν. είμαι ακάλυπτος …

    Dictionary of Greek

  • 28εμαυτού — ής (AM ἐμαυτοῡ, ῆς Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, ῆς) αυτοπαθής αντωνυμία α εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού μου»). νεοελλ. φρ. 1. «ομιλώ κατ εμαυτόν» μονολογώ 2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» τα… …

    Dictionary of Greek

  • 29εξεναντίας — (AM ἐξεναντίας) επίρρ. απέναντι («καὶ ἴδον αὐτοὺς ἐρχομένους ἐξεναντίας», ΠΔ) νεοελλ. αντίθετα με όσα λέγονται («ἀκουρμαστῆτε ἐμένα ἐξεναντίας κι ἄς ὁρμήσωμ εὐθύς») μσν. αρχ. αντικριστά …

    Dictionary of Greek

  • 30εξευμενίζω — (AM ἐξευμενίζω) [ευμενίζω] καθιστώ κάποιον ευμενή προς εμένα, καταπραΰνω («ἐξευμενίζειν τὸν θεόν») αρχ. είμαι φιλικός («θεὸς ἐξευμενίζει») …

    Dictionary of Greek