ελληνορρωμαϊκή

  • 1ελληνορρωμαϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Ρωμαίους («ελληνορρωμαϊκός πολιτισμός») 2. αυτός που διατηρεί στοιχεία από την παράδοση τών Ελλήνων και τών Ρωμαίων («ελληνορρωμαϊκή πάλη») …

    Dictionary of Greek

  • 2πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …

    Dictionary of Greek

  • 3συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί …

    Dictionary of Greek