ελευθερία
1ἐλευθερία — ἐλευθερίᾱ , ἐλευθερία freedom fem nom/voc/acc dual ἐλευθερίᾱ , ἐλευθερία freedom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ελευθερία — ελευθερία, η και λευτεριά, η 1. η ανεξαρτησία, η έλλειψη κάθε καταναγκασμού. 2. η κατάσταση λαού ή ανθρώπου που δεν καταπιέζεται από τυραννικό καθεστώς ή από ξένη κατοχή: Απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτ αντρειωμένη, χαίρε,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3Ἐλευθερία — Ἐλευθερίᾱ , Ἐλευθέριος fem nom/voc/acc dual Ἐλευθερίᾱ , Ἐλευθέριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4Ἐλευθερίᾳ — Ἐλευθερίᾱͅ , Ἐλευθέριος fem dat sg (attic doric aeolic) …
5ἐλευθέρια — festival of Liberty neut nom/voc/acc pl ἐλευθέριος speaking neut nom/voc/acc pl …
6ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …
7ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …
8ἐλευθερίᾳ — ἐλευθερίαι , ἐλευθερία freedom fem nom/voc pl ἐλευθερίᾱͅ , ἐλευθερία freedom fem dat sg (attic doric aeolic) …
9Ἐλευθέρια — Ἐλευθέριος neut nom/voc/acc pl …
10ακαδημαϊκή ελευθερία — Η ελευθερία των πανεπιστημιακών δασκάλων και σπουδαστών στην επιστημονική έρευνα. Βλ. λ. διοίκηση (δημόσια διοίκηση) …