ελαφρότητα

  • 21κουφοφορούμαι — κουφοφοροῡμαι, έομαι (Α) ανυψώνομαι εύκολα μόνο με την ελαφρότητα μου, χάρη στην έλλειψη βάρους («αἱ ψυχαί... εἰς τοὺς ἄνω μᾱλλον τόπους κουφοφοροῡνται». Σεξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + φορούμαι (< φόρος < φόρος), πρβλ. εμ… …

    Dictionary of Greek

  • 22κουφόνοια — η (Μ κουφόνοια) [κουφόνους] ελαφρότητα νου, ακρισία, επιπολαιότητα …

    Dictionary of Greek

  • 23κουφότητα — η (Α κουφότης ητος) [κούφος (Ι)] 1. έλλειψη βάρους («τῶν δὴ τόξων και τοξευμάτων ἡ κουφότης ἁρμόττειν δοκεῑ», Πλάτ.) 2. μτφ. κουφόνοια, επιπολαιότητα, απερισκεψία αρχ. 1. ευκινησία, γρηγοράδα 2. ευπεψία 3. (για ύφος) ελαφρότητα 4. ανακούφιση… …

    Dictionary of Greek

  • 24κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 25κυμάτιο — Διακοσμητικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής. Εμφανίζεται συνήθως οριζόντιο σε μια βάση κτιρίου, σε μια κορνίζα, σε ένα κιονόκρανο, στη βάση ενός κίονα ή ενός αγάλματος και έχει κυματοειδή μορφή. Τα κ. απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία στην Ελλάδα της… …

    Dictionary of Greek

  • 26λάφρος — το 1. ελαφρότητα, αλαφράδα 2. ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το λαφρός κατά τα ουδ. ουσ. σε ος που δηλώνουν ιδιότητα (πρβλ. βάθ ος, βάρ ος)] …

    Dictionary of Greek

  • 27λεπτότητα — η (AM λεπτότης, ητος) [λεπτός] 1. η ιδιότητα τού λεπτού, ισχνότητα, λεπτοφυΐα ή αδυναμία 2. κομψότητα («έχει μια λεπτότητα και λυγεράδα στο κορμί της») 3. (για το πνεύμα) διαύγεια, ευφυΐα, οξύτητα (α. «δίνει απαντήσεις με λεπτότητα» β. «ὦ Ζεῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 28μεταμοντερνισμός — Όρος ή σύστημα ιδεών που εμφανίζεται σε ποικίλα πεδία, μεταξύ των οποίων η τέχνη, η αρχιτεκτονική, η μουσική, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, η κοινωνιολογία, οι επικοινωνίες, η μόδα και η τεχνολογία. Ο μ. αναδύθηκε από το κίνημα του μοντερνισμού …

    Dictionary of Greek

  • 29μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …

    Dictionary of Greek

  • 30μικρότητα — και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός] η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα …

    Dictionary of Greek