ελαφρός ύπνος 2) (

  • 1ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …

    Dictionary of Greek

  • 2λαγοκοίμημα — το ελαφρός ύπνος …

    Dictionary of Greek

  • 3κλεφτοΰπνι — το ύπνος ελαφρός και μικρής διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεφτός + ύπνι (< ύπνος), πρβλ. πρωτο ΰπνι] …

    Dictionary of Greek

  • 4-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …

    Dictionary of Greek